Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Μαλαμάτια ΙΙ

Η ζέστη κρατούσε όμηρους εδώ και μέρες τους τζίτζικες, αναγκάζοντάς τους να φλυαρούν αδιάκοπα μεταξύ τους. Βλέπεις, το χειμώνα που μας πέρασε είχαν μια για πάντα δαμάσει κρυφά απ’ όλους την ευφράδεια τους αυτή, μάζεψαν τα φτερά τους, κουλουριάστηκαν κι έπαψαν να καυχιούνται πως πλάθουν μελωδίες που αφήνουν το καλοκαίρι αγέραστο. Εκείνος, με το άσπρο μαντήλι στο πέτο κατέβηκε απ’ το ταξί και, χωρίς να το προσέξει, βάδισε για λίγο δίπλα από μια χάρτινη σακούλα. Αυτή, ενοχλημένη από τον ήχο των βημάτων του, έκανε στροφή κι απομακρύνθηκε χορεύοντας στην αντίθετη κατεύθυνση.

Άντρια

1 σχόλιο:

  1. πριν στρίψει στη γωνία, κοντοστάθηκε, στριφογύρισε σε μια πιρουέτα τάχατες ανέμελη και αφού κρυφοκοίταξε μισοκρύφτηκε πίσω από το πεζούλι. Δεν ακούστηκε βήμα. Η χάρτινη κράτησε την αναπνοή της. Δεν ακούστηκε τίποτε. Μάζεψε τη ψυχούλα της μέχρι να γίνει ένα τσαλακωμένο μπαλάκι και κατρακύλησε στο ρείθρο. Δεν ακούστηκε βήμα. Έμεινε να προσπαθεί να θυμηθεί τον ήχο τους. Κρίμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή