Νόμιζε ότι δε θα συνέβαινε ποτέ, όλοι όμως αυτό πιστεύουμε, έτσι δεν είναι ; Έ, λοιπόν συνέβη. Της έπεσε ένα πρωί στο μπάνιο, χωρίς να το καταλάβει πως, δεν έκανε κανένα κρότο, ούτε έσπασε τίποτε, είναι από εκείνα τα μουλωχτά γεγονότα που αδυνατείς να εκτιμήσεις τις συνέπειές τους.
Η Τζένη συνέχισε την ημέρα της ανύποπτη, ούτε που κοίταξε πίσω της, μέσα στην απαστράπτουσα λεκάνη της τουαλέτας . Στο πρώτο της ραντεβού με το δικηγόρο δεν αναφέρθηκαν θέματα που θα την έβαζαν σε σκέψεις. Ούτε στον μανικουρίστα της το έφερε η κουβέντα. Στο κομμωτήριο, στο κομμωτήριο κάτι πήγε να ειπωθεί σχετικό, αλλά ο ανύποπτος είπαμε ανύποπτος…πλήρωσε και έφυγε με το 3άρι για το κέντρο.
Η αλληλουχία των γεγονότων άρχισε αργά το ίδιο απόγευμα. Ήταν κακόκεφη, με ένα αδιόρατο συναίσθημα ότι κάτι δεν πάει καλά. Πήρε τον Ρένο τηλέφωνο και του ζήτησε να της κλείσει ένα ραντεβού με τον φίλο του τον ψυχολόγο. Μετά ακύρωσε το ταξίδι στο βουνό και πριν τελειώσει το ωράριό της στο γραφείο πήρε μια στοίβα περιοδικά στα κρυφά και την κοπάνισε για το σπίτι.
Η μέρα έφτανε στο αποκορύφωμα των συναισθημάτων της, ήταν εκείνη η ώρα που ο ουρανός βάφει με κόκκινες πινελιές όλα τα σύννεφα που πιστεύει πως τον λεκιάζουν. Πληκτρολόγησε στο skype το νούμερο του χρηματιστή της και τον ρώτησε πως πάνε τα swaps και τα εικοσαετή ελληνικά ομόλογα. Μετά του έδωσε τρείς εντολές. Πούλα, ξεφορτώσου, πέτα.
Της φάνηκε πως είχε βάλει μια βότκα πριν από λίγο, anyway το ποτήρι ήταν στεγνό και το μπουκάλι μισοάδειο, έριξε άτσαλα το υπόλοιπο πάνω στον πάγο και έβαλε ένα δεύτερο στο ψυγείο. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα θα τελείωνε το βράδυ της με λίγη ΤV αλλά απόψε ένιωθε μια ακαθόριστη έλλειψη. Αποφάσισε να μη κάτσει με σταυρωμένα χέρια.
Μόλις έφτασε στο μπάρ της γειτονιάς, όχι, όχι μόλις, πρώτα σταύρωσε τα πόδια ανασηκώνοντας τον ποδόγυρο ώστε να μην επιτρέπει καμιά ματιά εκεί γύρω να παραπέσει, μόλις τέλειωσε με αυτό, άρχισε να κόβει φάτσες. Ήθελε αμέσως μια επιβεβαίωση. Ο μελαχρινός με το αραιό μαλλί της φάνηκε σούπερ. Άλλαξε σταυροπόδι κοιτώντας τον στα μάτια και βύθισε τις πονηρές σκέψεις της ξανά στο ποτήρι. Μέτρησε μέχρι το 7. ΟΚ. Έπιανε ακόμη η μπογιά της.
- Αστέριος . Δημοσιογράφος..
- Γειά σου, αστέρη, Τζένη. Αστέρι… Πίνω βότκα.
Η Τζένη ήλεγξε τις καταστάσεις αριστοτεχνικά. Έπαιξε με τα ποτά χωρίς να χάσει γραμμάριο από τη νηφαλιότητά της. Τον έκανε γρήγορα υποχείριό της. Ο διάτων οδήγησε φορτισμένα ως το σπίτι του και της άνοιξε την πόρτα σα παγώνι που ξυπνά. Αυτή μπήκε με αέρα ντίβας και μετά από μια ώρα παιχνίδι βγήκε με τον ίδιο αέρα αφήνοντας τον Αστέριο με το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Αει απ’ εδώ που θες να πηδήξεις κι όλας, κουτορνίθι…
Μπήκε στο διαμέρισμά της και κατευθύνθηκε με ένα πλατύ, πολύ πλατύ χαμόγελο προς τη λεκάνη…
Πίσω, πίσω στο εργένικο διαμέρισμα το ντόμινο μόλις ξεκινούσε. Ο αφιονισμένος ρεπόρτερ της συντηρητικής εφημερίδας κατέβηκε και ξεκίνησε δουλειά από τα ξημερώματα. Μάζεψε όλα τα ντοκουμέντα που ως χθες του φαίνονταν ελλιπή και ατεκμηρίωτα και άρχισε να κτυπάει τα πλήκτρα με λύσσα. Μέχρι να σκάσει μύτη η μυρωδιά της καφετιέρας, στο γραφείο του διευθυντή ήταν προσγειωμένο το ρεπορτάζ της χρονιάς.
Όλη η ιεραρχία της μαφίας του ποδοσφαίρου , παράγοντες, υπουργοί, αθλητές, εφοπλιστές, προποτζήδες, παραπάνω από 85 άτομα του ημέτερου τζετ σετ παραδομένα στην ημεδαπή χλεύη.
Μέσα σε μια εβδομάδα επελήφθησαν οι διωκτικές αρχές. Η αφρόκρεμα των υποψήφιων επενδυτών στις αποκρατικοποιημένες δημόσιες επιχειρήσεις διέφυγε με αεροπλάνα, βαπόρια, κανώ και σχεδίες σε χώρες με πιο καλοπροαίρετα θηλυκά. Η οικονομία πήρε να κατρακυλάει ξανά στο βάραθρο και η εφημερίδα, από εκεί που την κατηγορούσαν για δεκανίκι έκανε μαρξιστική στροφή και πούλησε εκατομμύρια φύλλα στους αγανακτισμένους. Ο ρεπόρτερ είχε τώρα ηρεμήσει και αναλογιζόταν γιατί δεν έπεσε εκείνο το βράδυ να κοιμηθεί. Στο φινάλε, όλα τραβάνε το δρόμο τους, αργά ή γρήγορα, δε μπορούσε κάποιος άλλος να δώσει τη κλωτσιά ;
Η Τζένη πήγε να καθήσει στην απαστράπτουσα που λέγαμε αλλά κάτι της τράβηξε την προσοχή. Έσκυψε και κοίταξε. Και τι να δει…. Την τελευταία τρίχα από το πράμα της. Ήταν πλέον εντελώς φαλακρή. Από κάτω.
Η χώρα, εκείνη η χώρα, έτσι που την ξέρατε, να τη ξεχάσετε ...
( Περικλής )