ΒρίσκοντΑι γύρω μας… ΚινΟύνται ανάμεσά μας, άλλοτε διακΡιτικά, Αλλοτε με θόρυβο, άλλοτε φΤύνοντας τις ματαιότητΕς της καθημερινότηταΣ μας! Φωλιάζουν σε σκοτεινές σοφίτες, Παρεμβαίνουν ν’ αποδώσουν δικΑιοσύνη, υπηΡετούν ερωτικές φαντασιώσεις, Ολοκληρώνουν εκκρεμότητες, λΥτρώνουν από ερινύεΣ… Εκδικούνται, παθΙάζονται, ζηλεύουν! Άλλοτε τρυφΕρά, άλλοτε με μανία, Συντρίβουν τις ψεύτικες ισορροπίες μας!
Μέσα από 18 διηγήματα μιας συντροφιάς νέων συγγραφέων ξεπροβάλλουν ψιθυρίζοντας…
www.aorates-parousies.blogspot.com |
Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011
Αόρατες παρουσίες
Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011
κατάδικος
-Νιώθεις καλύτερα τώρα;
-Όχι, είπε κοφτά
και ξανάβαλε το σπασμένο μπουκάλι στο στόμα του.
Και τα μάτια του γέμισαν νερά. Έτρεχαν, έτρεχαν, έτρεχαν.
Κι αυτός γελούσε.
Άντρια
Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011
Μαλαμάτια Ι
«Άλλα λάφυρα δε θα πάρω για την ώρα» είπε το φεγγάρι και γλίστρησε στο ολομέταξο υφάδι τ’ ουρανού. Ο ήλιος είχε τρέξει να κρυφτεί εδώ και μέρες, σαν ξόανο κυνηγημένο στο πεζούλι του ορίζοντα από τις αγριοκερασιές του δάσους. Νηφάλιο ακόμα το σκοτάδι ζουζουνίζει και σκάει σε βοερά γέλια κάθε φορά που το ηλιοτρόπιο σηκώνει για λίγο το κίτρινο κεφάλι του αδράζοντας τις τελευταίες ανάσες της ζωής του. Η μαβιά πεταλούδα δε χαζεύει πια, έχει πάψει να ελπίζει. Κάθεται μόνο στην άκρη του παλιού, ξύλινου βαρελιού και ψιθυρίζει μέσα στ’ αποτρελαμένα της αναφιλητά: «Αύριο…». Η νύχτα δίνει την ευχή της στο ραγισμένο σώμα του μικρού της γιου, που ‘χει τόσο όμορφο όνομα: Δειλινός. Κι ύστερα, γυρίζει να περιμαζέψει τα ψοφίμια της αυγής, φτιασιδώνοντάς τα με βασιλικό και μέντα που ‘χει κρύψει στον κόρφο της. Ο χρόνος με τη μεζούρα του τρέχει. Το φως δεν ορίζει πια το θολό ριζικό της μέρας.
Άντρια
Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011
Της Τζένης το ατύχημα
Νόμιζε ότι δε θα συνέβαινε ποτέ, όλοι όμως αυτό πιστεύουμε, έτσι δεν είναι ; Έ, λοιπόν συνέβη. Της έπεσε ένα πρωί στο μπάνιο, χωρίς να το καταλάβει πως, δεν έκανε κανένα κρότο, ούτε έσπασε τίποτε, είναι από εκείνα τα μουλωχτά γεγονότα που αδυνατείς να εκτιμήσεις τις συνέπειές τους.
Η Τζένη συνέχισε την ημέρα της ανύποπτη, ούτε που κοίταξε πίσω της, μέσα στην απαστράπτουσα λεκάνη της τουαλέτας . Στο πρώτο της ραντεβού με το δικηγόρο δεν αναφέρθηκαν θέματα που θα την έβαζαν σε σκέψεις. Ούτε στον μανικουρίστα της το έφερε η κουβέντα. Στο κομμωτήριο, στο κομμωτήριο κάτι πήγε να ειπωθεί σχετικό, αλλά ο ανύποπτος είπαμε ανύποπτος…πλήρωσε και έφυγε με το 3άρι για το κέντρο.
Η αλληλουχία των γεγονότων άρχισε αργά το ίδιο απόγευμα. Ήταν κακόκεφη, με ένα αδιόρατο συναίσθημα ότι κάτι δεν πάει καλά. Πήρε τον Ρένο τηλέφωνο και του ζήτησε να της κλείσει ένα ραντεβού με τον φίλο του τον ψυχολόγο. Μετά ακύρωσε το ταξίδι στο βουνό και πριν τελειώσει το ωράριό της στο γραφείο πήρε μια στοίβα περιοδικά στα κρυφά και την κοπάνισε για το σπίτι.
Η μέρα έφτανε στο αποκορύφωμα των συναισθημάτων της, ήταν εκείνη η ώρα που ο ουρανός βάφει με κόκκινες πινελιές όλα τα σύννεφα που πιστεύει πως τον λεκιάζουν. Πληκτρολόγησε στο skype το νούμερο του χρηματιστή της και τον ρώτησε πως πάνε τα swaps και τα εικοσαετή ελληνικά ομόλογα. Μετά του έδωσε τρείς εντολές. Πούλα, ξεφορτώσου, πέτα.
Της φάνηκε πως είχε βάλει μια βότκα πριν από λίγο, anyway το ποτήρι ήταν στεγνό και το μπουκάλι μισοάδειο, έριξε άτσαλα το υπόλοιπο πάνω στον πάγο και έβαλε ένα δεύτερο στο ψυγείο. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα θα τελείωνε το βράδυ της με λίγη ΤV αλλά απόψε ένιωθε μια ακαθόριστη έλλειψη. Αποφάσισε να μη κάτσει με σταυρωμένα χέρια.
Μόλις έφτασε στο μπάρ της γειτονιάς, όχι, όχι μόλις, πρώτα σταύρωσε τα πόδια ανασηκώνοντας τον ποδόγυρο ώστε να μην επιτρέπει καμιά ματιά εκεί γύρω να παραπέσει, μόλις τέλειωσε με αυτό, άρχισε να κόβει φάτσες. Ήθελε αμέσως μια επιβεβαίωση. Ο μελαχρινός με το αραιό μαλλί της φάνηκε σούπερ. Άλλαξε σταυροπόδι κοιτώντας τον στα μάτια και βύθισε τις πονηρές σκέψεις της ξανά στο ποτήρι. Μέτρησε μέχρι το 7. ΟΚ. Έπιανε ακόμη η μπογιά της.
- Αστέριος . Δημοσιογράφος..
- Γειά σου, αστέρη, Τζένη. Αστέρι… Πίνω βότκα.
Η Τζένη ήλεγξε τις καταστάσεις αριστοτεχνικά. Έπαιξε με τα ποτά χωρίς να χάσει γραμμάριο από τη νηφαλιότητά της. Τον έκανε γρήγορα υποχείριό της. Ο διάτων οδήγησε φορτισμένα ως το σπίτι του και της άνοιξε την πόρτα σα παγώνι που ξυπνά. Αυτή μπήκε με αέρα ντίβας και μετά από μια ώρα παιχνίδι βγήκε με τον ίδιο αέρα αφήνοντας τον Αστέριο με το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Αει απ’ εδώ που θες να πηδήξεις κι όλας, κουτορνίθι…
Μπήκε στο διαμέρισμά της και κατευθύνθηκε με ένα πλατύ, πολύ πλατύ χαμόγελο προς τη λεκάνη…
Πίσω, πίσω στο εργένικο διαμέρισμα το ντόμινο μόλις ξεκινούσε. Ο αφιονισμένος ρεπόρτερ της συντηρητικής εφημερίδας κατέβηκε και ξεκίνησε δουλειά από τα ξημερώματα. Μάζεψε όλα τα ντοκουμέντα που ως χθες του φαίνονταν ελλιπή και ατεκμηρίωτα και άρχισε να κτυπάει τα πλήκτρα με λύσσα. Μέχρι να σκάσει μύτη η μυρωδιά της καφετιέρας, στο γραφείο του διευθυντή ήταν προσγειωμένο το ρεπορτάζ της χρονιάς.
Όλη η ιεραρχία της μαφίας του ποδοσφαίρου , παράγοντες, υπουργοί, αθλητές, εφοπλιστές, προποτζήδες, παραπάνω από 85 άτομα του ημέτερου τζετ σετ παραδομένα στην ημεδαπή χλεύη.
Μέσα σε μια εβδομάδα επελήφθησαν οι διωκτικές αρχές. Η αφρόκρεμα των υποψήφιων επενδυτών στις αποκρατικοποιημένες δημόσιες επιχειρήσεις διέφυγε με αεροπλάνα, βαπόρια, κανώ και σχεδίες σε χώρες με πιο καλοπροαίρετα θηλυκά. Η οικονομία πήρε να κατρακυλάει ξανά στο βάραθρο και η εφημερίδα, από εκεί που την κατηγορούσαν για δεκανίκι έκανε μαρξιστική στροφή και πούλησε εκατομμύρια φύλλα στους αγανακτισμένους. Ο ρεπόρτερ είχε τώρα ηρεμήσει και αναλογιζόταν γιατί δεν έπεσε εκείνο το βράδυ να κοιμηθεί. Στο φινάλε, όλα τραβάνε το δρόμο τους, αργά ή γρήγορα, δε μπορούσε κάποιος άλλος να δώσει τη κλωτσιά ;
Η Τζένη πήγε να καθήσει στην απαστράπτουσα που λέγαμε αλλά κάτι της τράβηξε την προσοχή. Έσκυψε και κοίταξε. Και τι να δει…. Την τελευταία τρίχα από το πράμα της. Ήταν πλέον εντελώς φαλακρή. Από κάτω.
( Περικλής )
Σάββατο 11 Ιουνίου 2011
Μαλαμάτια ΙΙ
Η ζέστη κρατούσε όμηρους εδώ και μέρες τους τζίτζικες, αναγκάζοντάς τους να φλυαρούν αδιάκοπα μεταξύ τους. Βλέπεις, το χειμώνα που μας πέρασε είχαν μια για πάντα δαμάσει κρυφά απ’ όλους την ευφράδεια τους αυτή, μάζεψαν τα φτερά τους, κουλουριάστηκαν κι έπαψαν να καυχιούνται πως πλάθουν μελωδίες που αφήνουν το καλοκαίρι αγέραστο. Εκείνος, με το άσπρο μαντήλι στο πέτο κατέβηκε απ’ το ταξί και, χωρίς να το προσέξει, βάδισε για λίγο δίπλα από μια χάρτινη σακούλα. Αυτή, ενοχλημένη από τον ήχο των βημάτων του, έκανε στροφή κι απομακρύνθηκε χορεύοντας στην αντίθετη κατεύθυνση.
Άντρια
Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011
Η μουσική είναι έμπνευση
ΕΚΕΙΝΟΣ
Σύννεφο γκρίζο θολώνει το δωμάτιο. Μυρίζει καπνό, μυρίζει εσένα.
Δεν ξέρω άν η φωτογραφία σου,η απουσία, ή η μορφή σου πάνω στ ανακατωμένα σεντόνια ζωγραφίζουν το πορτραίτο σου μέσα μου. Μαχαιριά που πονάει κι απλώνει τον πόνο της, όταν στιλέτο τα λόγια που πέταξες σ'εύκολο στόχο, στριφογυρίζει.
Θολούρα και στο νού μου, δεν βοηθάει κι η νικοτίνη. Έχω εξαντλήσει το ποτό, δεν με παίρνει ο ύπνος. Κι άν με πάρει, φοβάμαι μη σε δώ ξανά πιό ζωντανή πιό όμορφη από ποτέ.
Θέλω ν'απελευθερωθώ απ'την μορφή σου, θέλω να σκλαβωθώ στην σκέψη σου.
Έδιωξα φίλους που παρίσταναν την λογική. Κράτησα φίλο τ'άδεια πακέτα και τον πικρό καπνό. Α ναί, και τον πόνο που μαζοχιστικά γυρνώ κοντά του, μου έχει γίνει απαραίτητος. Η απουσία σου δεν πονάει πιά, πονάει η λατρεία του πόνου, της λύπησης του καυμένου του εγώ μου.
Μην ξανάρθεις, δεν θέλω να σε δώ να αιωρείσαι με κορνίζα τα δαχτυλίδια του καπνού.
Γράψε μου, μίλησέ μου. Θέλω απλώς να σ'ακούσω.
ΕΚΕΙΝΗ
Τι να σου πώ? Σε βλέπω στον ύπνο μου και μιλάμε. Ξύπνησα μέσα στην νύχτα. Πήρα κοντά το τασάκι και τα τσιγάρα που καπνίζεις. Συνέχισα την κουβέντα μαζί σου. Τώρα είμαι σίγουρη ότι μ'ακούς. Τώρα είμαι σίγουρη ότι με καταλαβαίνεις. Πώς γίνεται?Μόνο στον ύπνο, μόνο νοερά.
Ζήτησες την φωνή μου. Μ αγαπάς από μακριά, αγαπάς την αγάπη, όχι εμένα?
Κι εγώ? Αγαπώ σίγουρα τον καπνό σου, την ανάσα σου, τον πόνο σου.
Αλλά θέλω να σε ξεσκίσω όταν σ'έχω δίπλα μου. Αγριόγατα με νύχια μυτερά, που καπνίζει τα τσιγάρα σου, κι αγαπάει μόνο την θύμησή σου.Αγαπάει την αγάπη σου, το νιάξιμό σου, το ξενύχτι σου.
Σου μιλάω, σ'ονειρεύομαι, σε θέλω. Μην πλησιάζεις. Η φυσική επαφή κάνει έκρηξη που μας σκοτώνει. Θέλω να επιβιώσω, θέλω να πονάω. Θέλω να σ' αγαπώ.
έλα πάλι στον ύπνο μου.
ΒΑΝΤΑ
Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011
Σακαραμάγκου
..την επόμενη ημέρα δε γεννήθηκε κανένα αγοράκι.
ούτε την επόμενη εβδομάδα.
αυτό δε σημαίνει ότι μειώθηκαν οι γεννήσεις. όοοοχι. απλώς στους ορόφους τοκετών απλώθηκε ένα απέραντο γλυκερό ροζ σκηνικό...
και πέρασαν μήνες, χρόνια χωρίς ούτε μια φωτογραφία με τσουτσούνι.
Δεν έγιναν από τη μια μέρα στην άλλη τα πράγματα, κάθε άλλο, απλώς μερικές φορές συμβαίνουν εξελίξεις που κανείς δεν έχει το θάρρος να τις αναλύσει, πόσο μάλλον να τις εκμυστηρευθεί ... μουλωχτά μουλωχτά
το ανθρώπινο είδος προσαρμόστηκε στην παγκόσμια κατακραυγή του πηδήματος, από την Αμερική, τη μητέρα της υποκρισίας η μάστιγα απλώθηκε και στους υπανάπτυκτους λαούς , μικραίνοντας ολοένα το ...μόριο του αντρικού φύλλου και σε μερικές δεκαετίες το αντικατέστησε τελικά με κλειτορίδα αρνούμενο να δεχθεί ότι το κατούρημα ήταν επαρκής λόγος για την διαιώνιση ενός τόσο , τόσο μπελαλίδικου αντικειμένου για να μην πούμε υποκειμένου το οποίο εξάλλου συνοδεύονταν από τέτοια ποσότητα παραφιλολογίας και επιπλοκών ως προς την χρήση του.
Και επειδή πέραν του καθιστού κατουρήματος δεν υπήρξε κάποια άλλη εμφανής αλλαγή συμπεριφοράς των νταγλαράδων, θέλω να πω, δε γαμούσαμε που δε γαμούσαμε, τα ψάρια στο Θερμαϊκό ξαναέγιναν βρώσιμα και οι γυναίκες εξακολουθούσαν να μη τρώγονται με τίποτα, η επιστημονική κοινότητα θεώρησε την εξέλιξη φυσιολογική και με δυό τρεις ανακοινώσεις των ιδρυμάτων ουρολογίας ο φάκελλος ανέβηκε στο ράααααφιιιιιι....
γρήγορα φάνηκαν οι πρώτες επιπτώσεις
εξαφανίστηκαν από τα ανθοπωλεία τα κόκκινα τριαντάφυλλα αλλά και από το ηχητικό παρασκήνιο των εστιατορίων ο ήχος του ρέψιμου.
Σημειώθηκε κάθετη διόγκωση ( αν καταλαβαίνετε ακόμη αυτόν τον όρο ) της εθνικής δαπάνης για κάθε μεγέθους σερβιετόπανων με φτερά,
ωστόσο 1 στα 136 μαγαζιά μόδας, εκείνο που στήριζαν οι στρέϊτ άρχισε να μετράει ελαφριά πτώση τζίρου,
Εξαπλασιάστηκαν τα τροχαία μικροατυχήματα στην πόλη αλλά υποδεκαπλασιάστηκαν οι μούτζες και τα πάρτα ρε μαλλλλάκα.
Κατόπιν, αργά αλλά αναπότρεπτα δημιουργήθηκε μια έλλειψη σε στελέχη ειδικών επαγγελμάτων τα οποία παρ΄όλη την ισότητα δεν είχαν ακόμη διεκδικηθεί από το ασθενές φύλλο, τρομπονίστες, παλαιστές σούμο, σκαφτιάδες οίκων τελετών, νεροκουβαλητές, χορηγοί ευηδών τεμπελχανίδων και επισκευαστές βόθρων, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν οι τελευταίοι, και μάλιστα η υποκατηγορία βουτηχτές.
Tέλος ξαναγράφτηκε όλη η βυζαντινή μουσική ιδιαιτέρως τα κομμάτια που απαιτούσαν τη συνδρομή έξι βαρύτονων και δυό μπάσων.
Κατά τα άλλα, καλά...
Οι πόλεις ομόρφηναν, οι διαχωριστικές γραμμές στους δρόμους γίνανε ροζ, από επιλογή, αλλά και από τις πατημένες γάτες, νυφίτσες κ.λ.π.
Τα πεζοδρόμια απαλλάχθηκαν από χλεποφτύματα κάθε είδους και ο
όρος χούλιγκαν αντικαταστάθηκε από τον πιό ακριβή όρο ξεφωνίστρα.
Στη θέση του Σταμάτη και του Γρηγόρη στα φανάρια γράφτηκαν οι όροι ξεκίνα τώρα και κίνδυνος θάνατος. αλλά κατά τα άλλα καλά...
Και έπειτα, ξάφνου που θα΄λεγε ο Ισίδωρος, χωρίς να το περιμένει κανείς άρχισε η νοσταλγία.
Εξαφανίστηκαν από τα ράφια των video club οι κασσέτες του Γκουσγκούνη και οι μαγνητοσκοπημένες αναμετρήσεις Βουλιαγμένης Ολυμπιακού στο πόλο.
Ξαναβγήκαν τα πόστερ του '60 με τους σπορελαιολαδωμένους boby builders. Υπήρχε μια κατήφια στα πρόσωπα των κοριτσιών, ιδιαιτέρως εκείνων που είχαν στο παρελθόν γευθεί την αυθεντική και άδολη παρέα ενός πεινασμένου για κορμί αρσενικού υποκειμένου, αντικειμένου στην περίπτωση της Μέρκελ.
Αλλά το πρόβλημα δεν κράτησε πολύ... όχι .
Γρήγορα, αν σκεφτείς με την ευρύτερη έννοια του χρόνου, τα πράγματα ισορρόπησαν.
Η κοινωνία προχώρησε δυναμικά μπροστά , με ζιγκ ζαγκ μυρηκασμού των εξελίξεων, με ups and downs στην ψυχολογία των μαζών, αλλά ΟΚ.
Θέλω να πω... τι έλειπε ;
Κυριολεκτικά κάποιος να πάρει τις πεινασμένες μάζες και να τις χορτάσει βίαιο και λυτρωτικό σεξ.
Ε, βρέθηκε.
Τι γελάτε ρε ;
Βρέθηκαν θηλυκά να κάνουν τη δουλειά παστρικά και παραμυθένια, με ένα τρόπο που χωρίς να τον καταγράφει η ιστορία με ηχηρές πινελιές ήταν αποτελεσματικός ως προς το διακύβευμα.
Βρέθηκαν θηλυκά που φορώντας μικρά βοηθήματα, ονομαζόμενα και heads funds , τακτοποιούσαν τη δουλειά χωρίς το αντικείμενο του πόθου τους να αισθάνεται πόνο και ταπείνωση κατά την ώρα της συνουσίας.
Βρέθηκαν, αμέ....
Η Τίνα η Κίνα, η Κική η Αμερική, η Σία η Ρωσία και η Λία η Γαλλία. Και για τους εναπομείναντες γέρους με παράξενα γούστα η κορυφαία.
Η Βιργινία η Βρετανία.
Σιγά που δε θα βρισκόντουσαν
Δευτέρα 16 Μαΐου 2011
Διήγημα
Ι
Μόλις είχε αρχίσει να αχνοφέγγει. Ο αγρότης σταμάτησε το κάρο του έξω από το ορφανοτροφείο. Κατέβηκε και πήρε από την καρότσα ένα μωρό που έκλαιγε τυλιγμένο σε μια βρόμικη κουβέρτα. Ήταν Δεκέμβριος του 1952. Στην Ελλάδα υπήρχε μεγάλη φτώχεια μετά την κατοχή και τον εμφύλιο.
Ο αγρότης πλησίασε και χτύπησε την πόρτα του ορφανοτροφείου. Τους άνοιξε μια δασκάλα. Ξαφνιάστηκε από την τόσο πρωινή άφιξη του άντρα αλλά βλέποντας το μωρό τον πέρασε γρήγορα στη σάλα και τον ρώτησε τι θέλει.
-Θέλω να δω τη διευθύντρια, της είπε.
Η δασκάλα τους πέρασε στο γραφείο της διευθύντριας και τους είπε να περιμένουν. Σε δέκα λεπτά, η κυρία Πολυξένη Δίγκα ήταν μπροστά στον άγνωστο άντρα με το μωρό. Δε χρειάστηκε να πούνε πολλά. Η Πολυξένη Δίγκα ετοίμασε ένα έντυπο γράφοντας:
«Αβάφτιστο-Αγνώστου πατρός. Γεννηθείς την 5η Δεκεμβρίου 1952».
Ο αγρότης χωρίς να αναφέρει κάποια στοιχεία για τον εαυτό του άφησε το μωρό και έφυγε. Το βρέφος ήταν μόλις τριών ημερών.
Οκτώ χρόνια περάσανε από εκείνη τη μέρα. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Στο χωριό Καλαμωτή, η οικογένεια του Γιώργου του Μακρή περίμενε το πρώτο της παιδί. Η γυναίκα του η Ελπινίκη έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. Αργήσανε να κάνουν παιδί αν και ήταν ήδη πέντε χρόνια παντρεμένοι. Έτσι το παιδί τους ήρθε σαν χριστουγεννιάτικο δώρο. Κρατώντας το στα χέρια της πέρασε από το μυαλό της μια εικόνα. Η γέννηση κάποιου άλλου παιδιού πριν από οκτώ χρόνια. Ήταν αγόρι αλλά δεν πρόλαβε να το κρατήσει στην αγκαλιά της όπως αυτό. Πέθανε. Έτσι της είπε η μάνα της. Ούτε να το δει δεν την άφησε. Γεννήθηκε πεθαμένο. Ούτε να την πούνε πού το θάψανε. Η μάνα της έλεγε ότι καλύτερα που γεννήθηκε πεθαμένο για τι ήταν παιδί της ντροπής. Έγινε εκτός γάμου και κάτι τέτοια στο χωριό τα κουτσομπολεύουνε.
ΙΙ
Εκείνο τον καιρό η Ελπινίκη ήταν δεκαεπτά χρονών και αρκετά όμορφη κοπέλα. Στο χωριό της, το Παλαιοχώρι, με το που ξημέρωνε ο θεός τη μέρα του, η πρώτη δουλειά της ήταν αν ετοιμάσει πρωινό για τον πατέρα της και τον αδερφό της τον Παντελή για να φύγουνε για το χωράφι. Μόλις φεύγανε, έφευγε κι αυτή να πάει να φέρει νερό από το πηγάδι για τη λάτρα του σπιτιού. Έτσι κι εκείνο το καταραμένο πρωινό που να μην τον ξημέρωνε ο θεός. Ο πατέρας της και ο αδερφός της πήρανε το δρόμο για το χωράφι, η μάνα της άρχισε να συμμαζεύει το σπίτι κι η Ελπινίκη φόρτωσε το γαϊδούρι για να πάει στο πηγάδι.
Το πηγάδι ήταν έξω από το χωριό και ήθελε κάπου μια ώρα με το γαϊδούρι για να φτάσει. Όταν τελικά έφτασε, ξεφόρτωσε τις στάμνες και πήγε να ρίξει τον κουβά στο πηγάδι. Όταν έπιασε το σχοινί για να ανεβάσει τον κουβά, ένιωσε ένα χέρι να την τραβάει δυνατά από τη μέση της και να τη ρίχνει κάτω. Στο πρόσωπο του ανθρώπου που την τράβηξε αναγνώρισε τον Λάμπρο το βοσκό. Πάλεψε να ξεφύγει. Τα χνώτα του μύριζαν τσίπουρο. Ήταν μεθυσμένος. Η Ελπινίκη έβαλε τις φωνές με την ελπίδα ότι κάποιος θα την ακούσει και θα τη βοηθήσει. Εκείνη την ώρα όμως οι περισσότεροι ήταν στα χωράφια τους και οι λίγοι που είχαν μείνει στο χωριό ήταν απασχολημένοι με άλλες δουλειές και δεν άκουσαν τίποτα. Ο Λάμπρος αφού τελείωσε το έργο του, την άφησε λιποθυμισμένη και γεμάτη αίματα κι έφυγε τρέχοντας προς το μέρος που είχε αφήσει το κοπάδι του.
Καθώς η ώρα περνούσε, η μάνα της, η κυρά-Κατίνα, άρχισε να ανησυχεί και βγήκε έξω να την ψάξει. Στο δρόμο βρήκε τον μικρό της γειτόνισσας και τον έστειλε να ειδοποιήσει τον Παντελή να γυρίσει νωρίτερα από το χωράφι για να ψάξει κι αυτός. Η κυρά-Κατίνα πήρε το δρόμο προς το πηγάδι και φώναζε την κόρη της, αλλά απάντηση δεν έπαιρνε. Είχε αρχίσει να μεσημεριάζει για τα καλά όταν από μακριά είδε το γάιδαρο να επιστρέφει μόνος του. Η αγωνία της μεγάλωσε. Πλησίασε στο γαϊδούρι, το καβαλίκεψε και συνέχισε το δρόμο της προς το πηγάδι. Ο Παντελής στο μεταξύ επέστρεψε στο σπίτι και δε βρήκε κανέναν. Κάποιος από τη γειτονιά του είπε ότι είδε τη μάνα του να πηγαίνει προς το πηγάδι. Ακολούθησε κι αυτός τον ίδιο δρόμο.
Η κυρά-Κατίνα φτάνοντας προς το πηγάδι είδε την κόρη της ξαπλωμένη στο έδαφος. Έτρεξε για να φτάσει δίπλα της. Το φόρεμα της Ελπινίκης ήταν ανασηκωμένο και τα πόδια της γεμάτα αίματα. Έβγαλε αμέσως νερό από το πηγάδι και προσπάθησε να τη συνεφέρει και να την καθαρίσει από τα αίματα. Σε λίγο έφτασε ιδρωμένος και αναστατωμένος ο Παντελής.
-Τι συνέβη Ελπινίκη, τι έπαθες;
-Άσε τις ερωτήσεις και βοήθα με να τη βάλουμε απάνω στο γαϊδούρι, είπε η κυρά-Κατίνα.
-Την πείραξε κανείς; ξαναρώτησε ο Παντελής.
-Όποιος σε ρωτάει στο χωριό θα λες ότι έπεσε και χτύπησε γιατί θα γίνουμε ρεντίκολο σε όλο το χωριό. Ούτε να την παντρέψουμε δε θα μπορούμε. Κατάλαβες;
-Κατάλαβα μάνα. Κατάλαβα.
Εκείνη τη μέρα δεν την είδε γιατρός την Ελπινίκη γιατί η μάνα της προσπάθησε να τα κουκουλώσει. Όταν όμως άρχισε η κοιλιά της Ελπινίκης να φαίνεται, την κλειδώσανε μέσα μέχρι να γεννήσει. Δεν έπρεπε να δει τις ντροπές τους όλο το χωριό. Σαν έφτασε η ώρα της γέννας, η κυρά-Κατίνα συνεννοήθηκε με τη μαμή και είπαν στην Ελπινίκη πως γεννήθηκε νεκρό. Κι ας άκουσε η Ελπινίκη το κλάμα του παιδιού. Το φαντάστηκε της είπαν επειδή είχε την αγωνία της γέννας. Το πήρε η μαμή το μωρό μακριά από τη μάνα του, το μπανιάρισε, το τάισε και το τύλιξε σε μια κουβέρτα.
-Τουλάχιστον πείτε μου αν είναι αγόρι ή κορίτσι αφού δε με αφήνετε να το δω έστω και νεκρό.
-Αγόρι είναι κόρη μου, της ψιθύρισε η μάνα της. Κοιμήσου τώρα να ξεκουραστείς και μη νοιάζεσαι για τα υπόλοιπα. Θα τα φροντίσει η κυρά-μαμή.
ΙΙΙ
Τρία χρόνια περάσανε από τη μέρα που η Ελπινίκη γέννησε αλλά στο χωριό δεν το έμαθε κανείς. Η μαμή, η μόνη που γνώριζε, έφερε προξενιά για την Ελπινίκη. Ήταν ένας νέος 25 χρονών από το διπλανό χωριό, την Καλαμωτή. Ο Γιώργης, έτσι τον λέγανε, είχε καφενείο στην πλατεία του χωριού κι όλοι μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν. Ο πατέρας του, λίγο πριν πεθάνει, άφησε το μαγαζί σ’ αυτόν. Είχε και κάτι κτηματάκια πέρα στ’ αλώνια. Τυχερή η γυναίκα που θα τον έπαιρνε.
-Ας γίνουν όλα με το καλό κυρά-Κατίνα, είπε η μαμή, και μη σε νοιάζει για τα υπόλοιπα. Θα σφάξουμε έναν κόκορα για την πρώτη νύχτα του γάμου κι ο γαμπρός δε θα καταλάβει τίποτα.
-Να ‘σαι καλά κυρά-μαμή κι αν φτάσουμε με το καλό στο γάμο θα ‘χεις κι εσύ το ρεγάλο σου.
Τα κατάφεραν τελικά μάνα και κόρη κι όλα πήγαν μια χαρά την ημέρα του γάμου. Η Ελπινίκη κι ο Γιώργης μετά το γάμο έμειναν στο σπίτι του Γιώργη στην Καλαμωτή. Ήταν αγαπημένο ζευγάρι αλλά άργησαν να κάνουν παιδί και στα κουτσομπολιά των χωριανών ήταν πάντα πρώτο το όνομα της Ελπινίκης. Ήρθε όμως η μέρα που η Ελπινίκη έμεινε έγκυος και κλείσανε μια για πάντα τα στόματα στο χωριό. Ήταν Χριστούγεννα του 1959 όταν ήρθε στο σπίτι τους το ομορφότερο χριστουγεννιάτικο δώρο. Ένα κοριτσάκι που πήρε το όνομα της μάνας του Γιώργη, Αναστασία.
Έβλεπε η Ελπινίκη τη μικρή να μεγαλώνει και την καμάρωνε. Υπήρχαν φορές που περνούσε από το μυαλό της κι εκείνο το αγόρι που έφυγε αβάφτιστο.
-Αν ζούσε τώρα θα ήταν γύρω στα δέκα, σκεφτότανε.
Πού να ήξερε ότι το αγόρι αυτό δεν είχε πεθάνει τότε στη γέννα, αλλά το έδωσε ο αδερφός της ο Παντελής στο ορφανοτροφείο. Μια δασκάλα εκεί ανέλαβε να το βαφτίσει δίνοντάς του το όνομα Παναγιώτης. Ο μικρός Παναγιώτης δε στάθηκε τυχερός να γνωρίσει την πραγματική του μητέρα όπως η αδερφή του. Γνώρισε όμως δύο θετούς γονείς που του πρόσφεραν μια άνετη ζωή και μόρφωση που δε θα έβρισκε αν τον άφηναν να ζήσει με τη μητέρα του στο χωριό.
Μαρία Μυτερόζου
Κυριακή 15 Μαΐου 2011
Μαλαμάτια ΙΙΙ
«Έχασες!», φώναξε ο άνεμος κοροϊδευτικά στο σύννεφο και γέλασε. Στο δρόμο ο τρελός με το ταμπούρλο τριγυρνούσε ακόμα. Ένα αστέρι τρεμούλιασε, ίσως και να του ‘κλεισε το μάτι. Η άμμος παραμόνευε ν’ ακούσει τον παφλασμό απ’ το κύμα κι η σελήνη προσπάθησε, για λίγες στιγμές μονάχα, να χρωματίσει το σκούρο μπλε τ’ ουρανού. Φαινόταν τόσο εύφλεκτη με το κόκκινο που ‘χε διαλέξει…
Άντρια
Νέα Κρηνη-Βενιζέλου...με λόγια
3,2,1, action
Κάνει μια ησυχία που μου προκαλεί ανησυχία.
Πλατεία Ελευθερίας, περιοχή Βενιζέλου, επικράτεια καταχνιάς. Όταν βρέχει η πόλη στεγνώνει. Ανεβαίνω.
Καθώς οι πόρτες κλείνουν εικόνες περνούν φευγαλέα στα τζάμια. Εσύ έξω, εκείνος παντού, γελά, περνά.
Δεν έχω πλέον επιλογή. Επιβαίνω. Καλώς. Να, κοίτα !
Το σκηνικό είναι έτοιμο και επιβλητικό.
Να, τώρα θα γίνουν τα κτίρια διαβάτες. Θα επιστρέφουν από τη δουλειά, μαζί με τις κολώνες και τις αλέες. Να, τώρα τα δέντρα θα περνούν απ’ τα παράθυρα βιαστικά.
Θα τρέχουν για πίσω χωρίς να λυγούν. Στητά.
Tώρα θα γίνουν τα αυτοκίνητα ακίνητα .
Και οι διαβάτες θα βηματίζουν προς τα πίσω.
Επιβαίνω & αναμένω με πείσμα εκπλήξεις.
Καιροφυλακτώ για ένα θέαμα. Χωρίς ελπίδα.
Γιατί μετά δε συμβαίνει τίποτα που να αξίζει παράδες.
Σε αυτό το γκρι κουτί με τα λιανά καθίσματα, δεν δημιουργούνται γεγονότα. Μεταφέρονται προσδοκίες και υποβόσκουν εκβάσεις. Όχι λύσεις..Μονάχα ενδείξεις.
Λείπει η ανάσα της πόλης από εδώ μέσα.
Σήμερα. Όχι πάντα.
Δεν έπρεπε να μπω.
Ήταν μια προφανής επιλογή, το κάνω αυτό συνέχεια.
Παίρνω τις προφανείς αποφάσεις εννοώ.
Άλλη μια μέρα είναι, μονάχα άλλη μια μέρα. Οπότε ;
Αποφασίζω να συνεργαστώ.
Όλα πηγαίνουν προς τα πίσω, κατά μια έννοια επιβαίνοντας εδώ διαβάζω το μέλλον. Πίσω από την στροφή, μια εικόνα, στην επόμενη στάση, δυό επόμενοι άνθρωποι, μπορεί και τρείς. Και μετά κι άλλοι.
Και εμένα, οι συν επιβαίνοντες, μου αρέσουν.
Μου αρέσει που μπαίνουν και βγαίνουν με σιγουριά.
Μου αρέσει ιδιαιτέρως η στιγμή πριν κατέβουν.
Τους κρυφοκοιτώ. Ξέρουν.. ότι ξέρω ότι ξέρουν.
Αν μιλούσαμε θα συμφωνούσαμε, ποιος ο λόγος ;
Να μιλήσεις, αν δεν υπάρχει διακύβευμα ;
Εκείνη με κοίταξε φευγαλέα. Ή όχι.
Αδυσώπητη σιωπή. Κανείς δε θέλει να μοιραστεί τίποτε με κανέναν. Οι φορμάϊκες και τα πλαστικά φθηνά.
Είμαστε σαν άγνωστοι σε στενό ασανσέρ, μόνο που πηγαίνει οριζόντια, δεν είναι παράξενο… έτσι ;
Όλοι κοιτάζουν δήθεν απορημένοι εκτός.
Απορριμμένα εντός τα εκ βαθέων. Διεκπεραίωση.
Ρηχή βιασύνη. Αντίστροφη μέτρηση για το επόμενο.
Κι εκείνη ; Είναι η δεύτερη φορά.. ναι, ναι !
Νομίζω πως με κοιτάζει καχύποπτα, αλλά πάλι όχι..
Θα είναι μάλλον το άγχος μη κατέβει σε λάθος στάση.
Ίσως να ήθελα να κοιτάζει εμένα, μονάχα.
Επιβαίνοντας, πάντα η στάση τους γίνεται αστεία.
Αδυσώπητα αμυντική, χωρίς προεξοχές,
υποστάσεις συρρικνωμένες στον ελάχιστο χώρο.
Και ένα γύρω σύρμα αγκαθωτό.
Ξανακοιτάζω έξω, για να μη κοιτάξω μέσα
Μέσα στο λεωφορείο, μέσα τους, μέσα μου, το ίδιο πονάει.
Κοιτάζω λοιπόν έξω, πάνω, κάτω , κάπου για να τελειώνω.
Κι αυτά τα χερούλια με τα μικρόβια έπρεπε να είναι πιο χαμηλά, δεν είμαστε κι όλοι ντιρέκια, όχι;
Με κρυφο-παρατηρούν… όχι μόνο εμένα, όλους.
Δειγματολόγιο ανθρώπων.. live & κυρίως δωρεάν.
Ύποπτοι παρεκκλίσεων, όλοι μας, όλοι… Λίγο πιο…
ομοφυλόφιλος, λίγο πιο χοντρός, λίγο πιο ξένος, λίγο πιο όμορφος, νέος, φτωχός, γέρος, σιωπηλός, μαύρος, καλοντυμένος, σκυθρωπός, ξετσίπωτος. Λίγο, αρκεί !
Κάθε ένας μπορεί να γίνει ύποπτος, αλλά πάντα ένας.
Μόλις βρεθεί ο πρώτος σταματά η αγωνία.
Μόνο ένας ανάρμοστος χωρά σε κάθε όχημα, το ξέρουν από το χωριό, από το σπίτι, από τη ζωή. Μόνο ένας δικαιολογείται να εξέχει, δημιουργός ειδήσεων και γεγονότων που τροφοδοτούν τη ζωή.
Και εδώ σήμερα, ο μόνος που εξέχει είναι ένα μικρό, λίγο χοντρό ομολογουμένως μωρό, που κοιμάται πάνω στη μήτρα της, το μόνο μέρος που είναι το λιμάνι.
Το μεταφέρουν, αλλά όχι μακριά της. ΟΚ !
Έχεις μεταφερθεί κάπου στον ύπνο σου ; Όχι ε ;
Να το δοκιμάσεις. Θέλω να πω, αν γίνεται !
Το κεφάλι μου αποζητά αποκούμπι. Βρωμερό τζάμι.
Έξω πλένει τα πάντα σε τιμές προσφοράς.
Μουσκεμένα πεζοδρόμια, είδωλα, κτίρια ανάποδα και μυρωδιά βρεγμένης γάτας. Δε τη μπορώ τη βροχή.
Βρέχει ασταμάτητα, με ήλιο, με σκοτάδι, βρέχει.
Οι άνθρωποι συγκλίνουν δήθεν από επιλογή.
Πόσοι χωρούν κάτω από μια στάση ;
Πόσοι χωρούν δίπλα δίπλα με την ίδια στάση ;
Υπάρχει ένας με ομπρέλα. Δείχνει βαρετά προνοητικός.
Ο ίδιος βαυκαλίζεται τη διαφορά του, ντύνεται με αυτήν.
Πόσοι χωρούν που έχουν διαπράξει την ίδια απρονοησία ;
Να μην πάρουν ομπρέλα Νοέμβρη μήνα ;
Δε φαίνονται μετανιωμένοι, ενοχλημένοι ίσως. Ίσως.
Αυτοί που έχουν κάπου να πάνε έτσι κι αλλιώς είναι ένα κλικ μπροστά, από εκείνους που δεν έχουν.
Τι ;
Κάπου να πάνε.. λίγο είναι ;
Που και που κάποιος αναδύει βεβαιότητα. Κάθεται απλά, χυμένος στο χώρο και μπεγλερίζει την ξενοιασιά του στα μούτρα σου. Σε κοιτάζει μέχρι να αποτραβηχτείς. Είναι παιχνίδι για κατασταλαγμένους. Εγώ δε παίζω.
Θα παίξω, αλλά αργότερα. Μαζεύω δυνάμεις.
Είναι η στάση μου στα πράγματα για την ώρα.
Πάω να πέσω, κρατιέμαι και συνεχίζω. Πρέπει να κρατηθείς γιατί εδώ, αυτοί φρενάρουν απότομα.
Νέα Κρήνη… Τέρμα…Αυτή δεν είναι η στάση μου.
Το όχημα σταματά. Δεν κατεβαίνει κανείς…
Ίσως δεν είναι τόσο άσχημα εδώ.
Τα πράγματα βαίνουν καλώς για αυτούς που επιβαίνουν. Πιστεύουν ότι βρίσκονται στο σωστό λεωφορείο.
Και εν πάσει περιπτώσει, αυτοί είναι πάνω.
Όλα προχωρούν, αργά ή γρήγορα.
Καλύτερα να είσαι πάνω.
ο επιβαίνων νικά.
περικλής
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)