Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Διήγημα


Ι


Μόλις είχε αρχίσει να αχνοφέγγει. Ο αγρότης σταμάτησε το κάρο του έξω από το ορφανοτροφείο. Κατέβηκε και πήρε από την καρότσα ένα μωρό που έκλαιγε τυλιγμένο σε μια βρόμικη κουβέρτα. Ήταν Δεκέμβριος του 1952. Στην Ελλάδα υπήρχε μεγάλη φτώχεια μετά την κατοχή και τον εμφύλιο.
     Ο αγρότης πλησίασε και χτύπησε την πόρτα του ορφανοτροφείου. Τους άνοιξε μια δασκάλα. Ξαφνιάστηκε από την τόσο πρωινή άφιξη του άντρα αλλά βλέποντας το μωρό τον πέρασε γρήγορα στη σάλα και τον ρώτησε τι θέλει.
-Θέλω να δω τη διευθύντρια, της είπε.
Η δασκάλα τους πέρασε στο γραφείο της διευθύντριας και τους είπε να περιμένουν. Σε δέκα λεπτά, η κυρία Πολυξένη Δίγκα ήταν μπροστά στον άγνωστο άντρα με το μωρό. Δε χρειάστηκε να πούνε πολλά. Η Πολυξένη Δίγκα ετοίμασε ένα έντυπο γράφοντας:
«Αβάφτιστο-Αγνώστου πατρός. Γεννηθείς την 5η Δεκεμβρίου 1952».
Ο αγρότης χωρίς να αναφέρει κάποια στοιχεία για τον εαυτό του άφησε το μωρό και έφυγε. Το βρέφος ήταν μόλις τριών ημερών.


     Οκτώ χρόνια περάσανε από εκείνη τη μέρα. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Στο χωριό Καλαμωτή, η οικογένεια του Γιώργου του Μακρή περίμενε το πρώτο της παιδί. Η γυναίκα του η Ελπινίκη έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. Αργήσανε να κάνουν παιδί αν και ήταν ήδη πέντε χρόνια παντρεμένοι. Έτσι το παιδί τους ήρθε σαν χριστουγεννιάτικο δώρο. Κρατώντας το στα χέρια της πέρασε από το μυαλό της μια εικόνα. Η γέννηση κάποιου άλλου παιδιού πριν από οκτώ χρόνια. Ήταν αγόρι αλλά δεν πρόλαβε να το κρατήσει στην αγκαλιά της όπως αυτό. Πέθανε. Έτσι της είπε η μάνα της. Ούτε να το δει δεν την άφησε. Γεννήθηκε πεθαμένο. Ούτε να την πούνε πού το θάψανε. Η μάνα της έλεγε ότι καλύτερα που γεννήθηκε πεθαμένο για τι ήταν παιδί της ντροπής. Έγινε εκτός γάμου και κάτι τέτοια στο χωριό τα κουτσομπολεύουνε.


ΙΙ
     Εκείνο τον καιρό η Ελπινίκη ήταν δεκαεπτά χρονών και αρκετά όμορφη κοπέλα. Στο χωριό της, το Παλαιοχώρι, με το που ξημέρωνε ο θεός τη μέρα του, η πρώτη δουλειά της ήταν αν ετοιμάσει πρωινό για τον πατέρα της και τον αδερφό της τον Παντελή για να φύγουνε για το χωράφι. Μόλις φεύγανε, έφευγε κι αυτή να πάει να φέρει νερό από το πηγάδι για τη λάτρα του σπιτιού. Έτσι κι εκείνο το καταραμένο πρωινό που να μην τον ξημέρωνε ο θεός. Ο πατέρας της και ο αδερφός της πήρανε το δρόμο για το χωράφι, η μάνα της άρχισε να συμμαζεύει το σπίτι κι η Ελπινίκη φόρτωσε το γαϊδούρι για να πάει στο πηγάδι.
     Το πηγάδι ήταν έξω από το χωριό και ήθελε κάπου μια ώρα με το γαϊδούρι για να φτάσει. Όταν τελικά έφτασε, ξεφόρτωσε τις στάμνες και πήγε να ρίξει τον κουβά στο πηγάδι. Όταν έπιασε το σχοινί για να ανεβάσει τον κουβά, ένιωσε ένα χέρι να την τραβάει δυνατά από τη μέση της και να τη ρίχνει κάτω. Στο πρόσωπο του ανθρώπου που την τράβηξε αναγνώρισε τον Λάμπρο το βοσκό. Πάλεψε να ξεφύγει. Τα χνώτα του μύριζαν τσίπουρο. Ήταν μεθυσμένος. Η Ελπινίκη έβαλε τις φωνές με την ελπίδα ότι κάποιος θα την ακούσει και θα τη βοηθήσει. Εκείνη την ώρα όμως οι περισσότεροι ήταν στα χωράφια τους και οι λίγοι που είχαν μείνει στο χωριό ήταν απασχολημένοι με άλλες δουλειές και δεν άκουσαν τίποτα. Ο Λάμπρος αφού τελείωσε το έργο του, την άφησε λιποθυμισμένη και γεμάτη αίματα κι έφυγε τρέχοντας προς το μέρος που είχε αφήσει το κοπάδι του.
     Καθώς η ώρα περνούσε, η μάνα της, η κυρά-Κατίνα, άρχισε να ανησυχεί και βγήκε έξω να την ψάξει. Στο δρόμο βρήκε τον μικρό της γειτόνισσας και τον έστειλε να ειδοποιήσει τον Παντελή να γυρίσει νωρίτερα από το χωράφι για να ψάξει κι αυτός. Η κυρά-Κατίνα πήρε το δρόμο προς το πηγάδι και φώναζε την κόρη της, αλλά απάντηση δεν έπαιρνε. Είχε αρχίσει να μεσημεριάζει για τα καλά όταν από μακριά είδε το γάιδαρο να επιστρέφει μόνος του. Η αγωνία της μεγάλωσε. Πλησίασε στο γαϊδούρι, το καβαλίκεψε και συνέχισε το δρόμο της προς το πηγάδι. Ο Παντελής στο μεταξύ επέστρεψε στο σπίτι και δε βρήκε κανέναν. Κάποιος από τη γειτονιά του είπε ότι είδε τη μάνα του να πηγαίνει προς το πηγάδι. Ακολούθησε κι αυτός τον ίδιο δρόμο.
     Η κυρά-Κατίνα φτάνοντας προς το πηγάδι είδε την κόρη της ξαπλωμένη στο έδαφος. Έτρεξε για να φτάσει δίπλα της. Το φόρεμα της Ελπινίκης ήταν ανασηκωμένο και τα πόδια της γεμάτα αίματα. Έβγαλε αμέσως νερό από το πηγάδι και προσπάθησε να τη συνεφέρει και να την καθαρίσει από τα αίματα. Σε λίγο έφτασε ιδρωμένος και αναστατωμένος ο Παντελής.
-Τι συνέβη Ελπινίκη, τι έπαθες;
-Άσε τις ερωτήσεις και βοήθα με να τη βάλουμε απάνω στο γαϊδούρι, είπε η κυρά-Κατίνα.
-Την πείραξε κανείς; ξαναρώτησε ο Παντελής.
-Όποιος σε ρωτάει στο χωριό θα λες ότι έπεσε και χτύπησε γιατί θα γίνουμε ρεντίκολο σε όλο το χωριό. Ούτε να την παντρέψουμε δε θα μπορούμε. Κατάλαβες;
-Κατάλαβα μάνα. Κατάλαβα.

     Εκείνη τη μέρα δεν την είδε γιατρός την Ελπινίκη γιατί η μάνα της προσπάθησε να τα κουκουλώσει. Όταν όμως άρχισε η κοιλιά της Ελπινίκης να φαίνεται, την κλειδώσανε μέσα μέχρι να γεννήσει. Δεν έπρεπε να δει τις ντροπές τους όλο το χωριό. Σαν έφτασε η ώρα της γέννας, η κυρά-Κατίνα συνεννοήθηκε με τη μαμή και είπαν στην Ελπινίκη πως γεννήθηκε νεκρό. Κι ας άκουσε η Ελπινίκη το κλάμα του παιδιού. Το φαντάστηκε της είπαν επειδή είχε την αγωνία της γέννας. Το πήρε η μαμή το μωρό μακριά από τη μάνα του, το μπανιάρισε, το τάισε και το τύλιξε σε μια κουβέρτα.
-Τουλάχιστον πείτε μου αν είναι αγόρι ή κορίτσι αφού δε με αφήνετε να το δω έστω και νεκρό.
-Αγόρι είναι κόρη μου, της ψιθύρισε η μάνα της. Κοιμήσου τώρα να ξεκουραστείς και μη νοιάζεσαι για τα υπόλοιπα. Θα τα φροντίσει η κυρά-μαμή.


ΙΙΙ
     Τρία χρόνια περάσανε από τη μέρα που η Ελπινίκη γέννησε αλλά στο χωριό δεν το έμαθε κανείς. Η μαμή, η μόνη που γνώριζε, έφερε προξενιά για την Ελπινίκη. Ήταν ένας νέος 25 χρονών από το διπλανό χωριό, την Καλαμωτή. Ο Γιώργης, έτσι τον λέγανε, είχε καφενείο στην πλατεία του χωριού κι όλοι μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν. Ο πατέρας του, λίγο πριν πεθάνει, άφησε το μαγαζί σ’ αυτόν. Είχε και κάτι κτηματάκια πέρα στ’ αλώνια. Τυχερή η γυναίκα που θα τον έπαιρνε.
-Ας γίνουν όλα με το καλό κυρά-Κατίνα, είπε η μαμή, και μη σε νοιάζει για τα υπόλοιπα. Θα σφάξουμε έναν κόκορα για την πρώτη νύχτα του γάμου κι ο γαμπρός δε θα καταλάβει τίποτα.
-Να ‘σαι καλά κυρά-μαμή κι αν φτάσουμε με το καλό στο γάμο θα ‘χεις κι εσύ το ρεγάλο σου.
     Τα κατάφεραν τελικά μάνα και κόρη κι όλα πήγαν μια χαρά την ημέρα του γάμου. Η Ελπινίκη κι ο Γιώργης μετά το γάμο έμειναν στο σπίτι του Γιώργη στην Καλαμωτή. Ήταν αγαπημένο ζευγάρι αλλά άργησαν να κάνουν παιδί και στα κουτσομπολιά των χωριανών ήταν πάντα πρώτο το όνομα της Ελπινίκης. Ήρθε όμως η μέρα που η Ελπινίκη έμεινε έγκυος και κλείσανε μια για πάντα τα στόματα στο χωριό. Ήταν Χριστούγεννα του 1959 όταν ήρθε στο σπίτι τους το ομορφότερο χριστουγεννιάτικο δώρο. Ένα κοριτσάκι που πήρε το όνομα της μάνας του Γιώργη, Αναστασία.

     Έβλεπε η Ελπινίκη τη μικρή να μεγαλώνει και την καμάρωνε. Υπήρχαν φορές που περνούσε από το μυαλό της κι εκείνο το αγόρι που έφυγε αβάφτιστο.
-Αν ζούσε τώρα θα ήταν γύρω στα δέκα, σκεφτότανε.
Πού να ήξερε ότι το αγόρι αυτό δεν είχε πεθάνει τότε στη γέννα, αλλά το έδωσε ο αδερφός της ο Παντελής στο ορφανοτροφείο. Μια δασκάλα εκεί ανέλαβε να το βαφτίσει δίνοντάς του το όνομα Παναγιώτης. Ο μικρός Παναγιώτης δε στάθηκε τυχερός να γνωρίσει την πραγματική του μητέρα όπως η αδερφή του. Γνώρισε όμως δύο θετούς γονείς που του πρόσφεραν μια άνετη ζωή και μόρφωση που δε θα έβρισκε αν τον άφηναν να ζήσει με τη μητέρα του στο χωριό. 

Μαρία Μυτερόζου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου