....θα ήθελα να είμαι πιο έτοιμος σήμερα για αυτή την πρώτη παρουσίαση της καριέρας μου ως μέλος λέσχης... θέλω να πω δε πρόλαβα να κάνω αποτρίχωση και το αγαπημένο μου πουλόβερ είναι στα άπλυτα.
..και έτσι σκέφτομαι τη Μιριέλ. 42 ετών,με τη μαμά της που θέλει να γίνει επιτέλους γιαγιά ενός ξεχωριστού εγγονιού, τους μαθητές της στο Saint Lo που επιβουλεύονται την φήμη της, και παλεύουν να την τσακώσουν εκτεθειμένη. την ανεπάρκεια που νιώθει απέναντι στον όγκο των σπουδών της στη φιλοσοφία, μια επιστήμη που δεν έχει ουρανό, και το Κιότο, εκείνο το Κιότο που πρέπει να σου επιβάλλεται με την ατμόσφαιρά του και να μη σε αφήνει να δουλέψεις το βράδυ. Τις ανάγκες της ως γυναίκα, αυτές που δεν μπορώ να αποτιμήσω αλλά τις φαντάζομαι και τα πράγματα που χωρίς απόλυτη συνείδηση έχει παραμελήσει. Την συγκρίνω με τις συνθήκες που δούλευε ο Λέων Τολστόϊ και αγριεύομαι...
Ζει στο Κιότο, εργάζεται στη Γαλλία και σπουδάζει σε όλο τον κόσμο. Ίσως να μην προλαβαίνει να είναι έτοιμη σε κάθε συνάντηση λέσχης και το αγαπημένο της πουλόβερ συχνότατα ξεχνιέται στα άπλυτα. Ίσως.. ίσως είναι και ένα φαινόμενο της εποχής, ένα γρανάζι του συστήματος σε πλήρη κίνηση.
Ίσως τα 1.200.000 αντίτυπα είναι ένα τεκμήριο της ένδειας της εποχής μας, μπορεί θέλω να πω η Γαλλία να έχει ανάγκη από ένα σύγχρονο ευπρεπή, λιτό και εύπεπτο Καμύ και να συμπεριφέρεται με μια βουλιμία που οι ταχύτητες της πληροφόρησης αρκούν να την μετατρέψουν σε υστερία.
Οι ήρωές της ωστόσο μου αρέσουν. Είναι δύο :
Ένας νεαρός σκαντζόχοιρος με τα αγκάθια προς τα έξω και ένας γέρικος που του έχει πέσει η προβιά και με θολωμένο το μυαλό την έχει φορέσει ανάποδα, με τα αγκάθια προς τα μέσα.
Ο σαδιστής και ο μαζοχιστής...
Αν έλειπε ο ένας από τους δυό, θα είχαμε ένα βαρετό βιβλίο.
Αυτό το δίπολο μας δείχνει ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιτίθεται αλλά και να αυτομαστιγώνεται με την ίδια ευχαρίστηση.
Όχι δεν είναι πειστικοί οι ήρωές της. Δεν την διαλέγεις να την ξαναδιαβάσεις γι αυτό.....έχουμε τη παράλογη διαύγεια μιας καλλιεργημένης σαρραντάρας σε ένα παιδί και μια γριά..
Τότε τι την κάνει αξιόλογη τη φίλη μου τη Μιριέλ ;
Για μένα.. οι ζαβολιές της !!!
Κοιτάξτε τι κάνει...
Σε πιάνει απροετοίμαστο η άτιμη !
Ξεκινάει να αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο ιστορίες κοινών στερεότυπων συμπεριφορών, από εκείνες που βοηθούν τη ζωή να τσουλάει παρακάτω, πιάνεται μετά από μια τρίχα, μια τόσο δα μικρή αφορμή, εξομολογείται τις εσωτερικές της σκέψεις στην αρχή χαμηλόφωνα, μετά ολοένα και πιό δυνατά, ώσπου σε παρασύρει σε μια συνενοχή. Μετά αρχίζεις να κουνάς καταφατικά το κεφάλι σφίγγοντας λίγο τα χείλη και διαβάζεις διαβάζεις για να βρείς το συμπέρασμα, εκείνη την αδιαμφισβήτητη φράση που θα επιβεβαιώσει ότι επικοινώνησες τελικά με το βιβλίο.
Και εκεί, ξαφνικά, πριν σε πιάσει αδημονία, κόβει εγκαίρως την αφήγηση με ένα απλό " σηκώθηκε και έκλεισε πίσω του την πόρτα " . Μα δε τελειώνει.. Αλλάζει παράγραφο και γράφει πέντε, έξι μικρές λέξεις που σε αφήνουν εμβρόντητο :
" έμεινα στην καρέκλα μου κοιτώντας το πόμολο"
" ίσως αυτό σημαίνει να είσαι ζωντανός " ... " να κυνηγάς τις στιγμές που πεθαίνουν "
ακολουθεί σιωπή...
Το κενό, η παύση που σου χαρίζει μισή σελίδα λευκού χαρτιού, καθώς την κοιτάζεις χωρίς καμιά βιασύνη να αποστρέψεις τα μάτια, χωρίς να ψάχνεις τον τίτλο του νέου κεφαλαίου, ας είναι εκεί δίπλα στα δέκα εκατοστά, αυτό το κενό αντιδράσεων εξωτερικά που συνοδεύεται από ένα λουτρό αντιδράσεων μέσα μου, αυτό είναι για μένα το μέτρο της απόλαυσης που σου χαρίζει ένα αξιόλογο βιβλίο.
Ένα τέτοιο βιβλίο, θέλεις να το μοιραστείς με φίλους και να το αφήσεις λίγο καιρό δίπλα στο λαμπατέρ. Καταλαβαίνετε ;
να ένα τέτοιο επιμύθιο ...
" τον κοιτάζω...κι ύστερα πέφτω στα μαύρα, βαθειά, παγωμένα
εξαίσια νερά του άχρονου... "
ή ένα άλλο..
" η ελευθερία, η αποφασιστικότητα, η βούληση,όλα αυτά είναι χίμαιρες.. κι εμείς δεν είμαστε παρά κακομοίρες μέλισσες, ταγμένες στην αποστολή μας και μετά στο θάνατο"
και ένα άλλο..
" Ακριβώς σε αυτό χρησιμεύει το μέλλον : να χτίζουμε το παρόν με σχέδια αληθινά, σχέδια ζωντανών ανθρώπων..."
ή ακόμη κι αυτό..
" Η αιωνιότητα, αυτό το αόρατο που θωρούμε... "
Μα η Barberi έχει και ένα άλλο στοιχείο που με ελκύει. Είναι η κομψότητα του καυστικού της χιούμορ. Θα το έλεγα υποδόριο.
Διαβάζοντας ανάμεσα στα ματωμένα με τις βεβαιότητές μου και τον καθωσπρεπισμό μου αγκάθια του μικρού της ζώου.. ξεχωρίζω μερικές ξυραφιές :
-Μια κιλότα των εκατόν τριάντα ευρώ... σελ 251
-Ιδού πως έχει η κατάσταση.. εγώ, η Ρενέ, πενήντα τεσσάρων ετών και με κότσια στα δάκτυλα των ποδιών, γεννημένη μέσα στον βούρκο... σελ 228
Ξεχώρισα επίσης μια τεχνική, ξάφνιασμα : αρχή κεφαλαίου :
-Γλυκιά αϋπνία, ύστερα από 2 ώρες γλυκιάς αϋπνίας, αποκοιμιέμαι γαλήνια σελ 271 τέλος κεφαλαίου...
Και τώρα θέλω να παρουσιάσω τη δική μου περίληψη του βιβλίου η κομψότητα του σκαντζόχοιρου :
παύση... μουσική...
Θυμάμαι τα πάντα εκείνης της βροχής... Ο θόρυβος του νερού που σφυροκοπούσε τη στέγη, οι πλημμυρισμένοι δρόμοι, η θάλασσα της λάσπης στην είσοδο του κτήματός μας, ο κατάμαυρος ουρανός, ο άνεμος, το απαίσιο συναίσθημα μιας ατελείωτης υγρασίας, η οποία βάραινε πάνω μας όσο και η ζωή μας : χωρίς συνείδηση, χωρίς εξέγερση. Καθόμασταν...
σελ330-332 .
τελικά αφού δεν μπορούσα να πάψω να είμαι αυτό που ήμουν, πίστεψα πως ο δρόμος μου ήταν εκείνος του μυστικού.. έπρεπε να αποσιωπήσω αυτό που είμαι (άσχημη φτωχή και έξυπνη) και να μη συγχρωτίζομαι ποτέ με τον άλλο κόσμο... έτσι λοιπόν. από σιωπηλή έγινα απόμακρη.
Και το αποτίναγμα των ανάστροφων αγκαθιών...
Και ύστερα συνειδητοποιώ ότι κάθομαι στην κουζίνα μου στο Παρίσι, μέσα σε τούτο τον άλλο κόσμο όπου έχω φτιάξει τη μικρή αόρατη φωλιά μου και με τον οποίο φρόντισα να μη συγχρωτιστώ ποτέ, και πως κλαίω με καυτά δάκρυα, ενώ ένα κοριτσάκι με απίστευτα ζεστό βλέμμα μου κρατάει το χέρι και μου χαϊδεύει τρυφερά τα δάκτυλα. σελ 332...
Όταν η Σολάνζ Ζος εμφανίζεται να πάρει τη κόρη της, κοιταζό- μαστε και οι δυό με τη συνενοχή της αναλλοίωτης φιλίας και αποχαιρετιζόμαστε με τη σιγουριά της επόμενης αντάμωσής μας. Κάθισα στην πολυθρόνα με το χέρι στο στήθος και έπιασα τον εαυτό μου να λέει μεγαλόφωνα..
" ίσως αυτό να είναι η ζωή "
Πέρι
..και έτσι σκέφτομαι τη Μιριέλ. 42 ετών,με τη μαμά της που θέλει να γίνει επιτέλους γιαγιά ενός ξεχωριστού εγγονιού, τους μαθητές της στο Saint Lo που επιβουλεύονται την φήμη της, και παλεύουν να την τσακώσουν εκτεθειμένη. την ανεπάρκεια που νιώθει απέναντι στον όγκο των σπουδών της στη φιλοσοφία, μια επιστήμη που δεν έχει ουρανό, και το Κιότο, εκείνο το Κιότο που πρέπει να σου επιβάλλεται με την ατμόσφαιρά του και να μη σε αφήνει να δουλέψεις το βράδυ. Τις ανάγκες της ως γυναίκα, αυτές που δεν μπορώ να αποτιμήσω αλλά τις φαντάζομαι και τα πράγματα που χωρίς απόλυτη συνείδηση έχει παραμελήσει. Την συγκρίνω με τις συνθήκες που δούλευε ο Λέων Τολστόϊ και αγριεύομαι...
Ζει στο Κιότο, εργάζεται στη Γαλλία και σπουδάζει σε όλο τον κόσμο. Ίσως να μην προλαβαίνει να είναι έτοιμη σε κάθε συνάντηση λέσχης και το αγαπημένο της πουλόβερ συχνότατα ξεχνιέται στα άπλυτα. Ίσως.. ίσως είναι και ένα φαινόμενο της εποχής, ένα γρανάζι του συστήματος σε πλήρη κίνηση.
Ίσως τα 1.200.000 αντίτυπα είναι ένα τεκμήριο της ένδειας της εποχής μας, μπορεί θέλω να πω η Γαλλία να έχει ανάγκη από ένα σύγχρονο ευπρεπή, λιτό και εύπεπτο Καμύ και να συμπεριφέρεται με μια βουλιμία που οι ταχύτητες της πληροφόρησης αρκούν να την μετατρέψουν σε υστερία.
Οι ήρωές της ωστόσο μου αρέσουν. Είναι δύο :
Ένας νεαρός σκαντζόχοιρος με τα αγκάθια προς τα έξω και ένας γέρικος που του έχει πέσει η προβιά και με θολωμένο το μυαλό την έχει φορέσει ανάποδα, με τα αγκάθια προς τα μέσα.
Ο σαδιστής και ο μαζοχιστής...
Αν έλειπε ο ένας από τους δυό, θα είχαμε ένα βαρετό βιβλίο.
Αυτό το δίπολο μας δείχνει ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιτίθεται αλλά και να αυτομαστιγώνεται με την ίδια ευχαρίστηση.
Όχι δεν είναι πειστικοί οι ήρωές της. Δεν την διαλέγεις να την ξαναδιαβάσεις γι αυτό.....έχουμε τη παράλογη διαύγεια μιας καλλιεργημένης σαρραντάρας σε ένα παιδί και μια γριά..
Τότε τι την κάνει αξιόλογη τη φίλη μου τη Μιριέλ ;
Για μένα.. οι ζαβολιές της !!!
Κοιτάξτε τι κάνει...
Σε πιάνει απροετοίμαστο η άτιμη !
Ξεκινάει να αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο ιστορίες κοινών στερεότυπων συμπεριφορών, από εκείνες που βοηθούν τη ζωή να τσουλάει παρακάτω, πιάνεται μετά από μια τρίχα, μια τόσο δα μικρή αφορμή, εξομολογείται τις εσωτερικές της σκέψεις στην αρχή χαμηλόφωνα, μετά ολοένα και πιό δυνατά, ώσπου σε παρασύρει σε μια συνενοχή. Μετά αρχίζεις να κουνάς καταφατικά το κεφάλι σφίγγοντας λίγο τα χείλη και διαβάζεις διαβάζεις για να βρείς το συμπέρασμα, εκείνη την αδιαμφισβήτητη φράση που θα επιβεβαιώσει ότι επικοινώνησες τελικά με το βιβλίο.
Και εκεί, ξαφνικά, πριν σε πιάσει αδημονία, κόβει εγκαίρως την αφήγηση με ένα απλό " σηκώθηκε και έκλεισε πίσω του την πόρτα " . Μα δε τελειώνει.. Αλλάζει παράγραφο και γράφει πέντε, έξι μικρές λέξεις που σε αφήνουν εμβρόντητο :
" έμεινα στην καρέκλα μου κοιτώντας το πόμολο"
" ίσως αυτό σημαίνει να είσαι ζωντανός " ... " να κυνηγάς τις στιγμές που πεθαίνουν "
ακολουθεί σιωπή...
Το κενό, η παύση που σου χαρίζει μισή σελίδα λευκού χαρτιού, καθώς την κοιτάζεις χωρίς καμιά βιασύνη να αποστρέψεις τα μάτια, χωρίς να ψάχνεις τον τίτλο του νέου κεφαλαίου, ας είναι εκεί δίπλα στα δέκα εκατοστά, αυτό το κενό αντιδράσεων εξωτερικά που συνοδεύεται από ένα λουτρό αντιδράσεων μέσα μου, αυτό είναι για μένα το μέτρο της απόλαυσης που σου χαρίζει ένα αξιόλογο βιβλίο.
Ένα τέτοιο βιβλίο, θέλεις να το μοιραστείς με φίλους και να το αφήσεις λίγο καιρό δίπλα στο λαμπατέρ. Καταλαβαίνετε ;
να ένα τέτοιο επιμύθιο ...
" τον κοιτάζω...κι ύστερα πέφτω στα μαύρα, βαθειά, παγωμένα
εξαίσια νερά του άχρονου... "
ή ένα άλλο..
" η ελευθερία, η αποφασιστικότητα, η βούληση,όλα αυτά είναι χίμαιρες.. κι εμείς δεν είμαστε παρά κακομοίρες μέλισσες, ταγμένες στην αποστολή μας και μετά στο θάνατο"
και ένα άλλο..
" Ακριβώς σε αυτό χρησιμεύει το μέλλον : να χτίζουμε το παρόν με σχέδια αληθινά, σχέδια ζωντανών ανθρώπων..."
ή ακόμη κι αυτό..
" Η αιωνιότητα, αυτό το αόρατο που θωρούμε... "
Μα η Barberi έχει και ένα άλλο στοιχείο που με ελκύει. Είναι η κομψότητα του καυστικού της χιούμορ. Θα το έλεγα υποδόριο.
Διαβάζοντας ανάμεσα στα ματωμένα με τις βεβαιότητές μου και τον καθωσπρεπισμό μου αγκάθια του μικρού της ζώου.. ξεχωρίζω μερικές ξυραφιές :
-Μια κιλότα των εκατόν τριάντα ευρώ... σελ 251
-Ιδού πως έχει η κατάσταση.. εγώ, η Ρενέ, πενήντα τεσσάρων ετών και με κότσια στα δάκτυλα των ποδιών, γεννημένη μέσα στον βούρκο... σελ 228
Ξεχώρισα επίσης μια τεχνική, ξάφνιασμα : αρχή κεφαλαίου :
-Γλυκιά αϋπνία, ύστερα από 2 ώρες γλυκιάς αϋπνίας, αποκοιμιέμαι γαλήνια σελ 271 τέλος κεφαλαίου...
Και τώρα θέλω να παρουσιάσω τη δική μου περίληψη του βιβλίου η κομψότητα του σκαντζόχοιρου :
παύση... μουσική...
Θυμάμαι τα πάντα εκείνης της βροχής... Ο θόρυβος του νερού που σφυροκοπούσε τη στέγη, οι πλημμυρισμένοι δρόμοι, η θάλασσα της λάσπης στην είσοδο του κτήματός μας, ο κατάμαυρος ουρανός, ο άνεμος, το απαίσιο συναίσθημα μιας ατελείωτης υγρασίας, η οποία βάραινε πάνω μας όσο και η ζωή μας : χωρίς συνείδηση, χωρίς εξέγερση. Καθόμασταν...
σελ330-332 .
τελικά αφού δεν μπορούσα να πάψω να είμαι αυτό που ήμουν, πίστεψα πως ο δρόμος μου ήταν εκείνος του μυστικού.. έπρεπε να αποσιωπήσω αυτό που είμαι (άσχημη φτωχή και έξυπνη) και να μη συγχρωτίζομαι ποτέ με τον άλλο κόσμο... έτσι λοιπόν. από σιωπηλή έγινα απόμακρη.
Και το αποτίναγμα των ανάστροφων αγκαθιών...
Και ύστερα συνειδητοποιώ ότι κάθομαι στην κουζίνα μου στο Παρίσι, μέσα σε τούτο τον άλλο κόσμο όπου έχω φτιάξει τη μικρή αόρατη φωλιά μου και με τον οποίο φρόντισα να μη συγχρωτιστώ ποτέ, και πως κλαίω με καυτά δάκρυα, ενώ ένα κοριτσάκι με απίστευτα ζεστό βλέμμα μου κρατάει το χέρι και μου χαϊδεύει τρυφερά τα δάκτυλα. σελ 332...
Όταν η Σολάνζ Ζος εμφανίζεται να πάρει τη κόρη της, κοιταζό- μαστε και οι δυό με τη συνενοχή της αναλλοίωτης φιλίας και αποχαιρετιζόμαστε με τη σιγουριά της επόμενης αντάμωσής μας. Κάθισα στην πολυθρόνα με το χέρι στο στήθος και έπιασα τον εαυτό μου να λέει μεγαλόφωνα..
" ίσως αυτό να είναι η ζωή "
Πέρι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου