Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Το τρακάρισμα

Πατάω τον συναγερμό και ξεκλειδώνει το αυτοκίνητο.
Τι σου είναι η νέα τεχνολογία…
Μικρός, όταν μου πάτησε το κάρο το πόδι και μου έκοψε
το μικρό μου δάχτυλο, το μόνο που κατά κάποιον τρόπο
συμβάδιζε με το σήμερα, είναι ότι λιποθύμησα αμέσως…
Πάει-πάει το μυαλό μου, όλο στο χωριό γυρίζει.
Στο πίσω κάθισμα μπαίνει η γυναίκα μου με τον εγγονό μου.
Δεν έχουμε καρεκλάκι για τον μικρό, αλλά και τι έγινε;
Σάματις είχαμε και παλιά;
-         Μήτσο, προσεκτικά σε παρακαλώ. Έχουμε και το παιδί.
Ωχ μωρέ, τα ίδια κάθε φορά, Τόσα χρόνια οδηγώ. Έγινε τίποτα;
Αλλά τι να πεις και που να το πεις. Και καλά λέει άλλωστε.
Γυναίκες. Αχ εδώ, μη εκεί, πονάνε τα κεφάλια τους,
τα πόδια τους, για να μην πω και τίποτε’ άλλο δηλαδή.
Αλλά τί; Μ’ ακούει σάματις κανένας; Μια ο κώλος τους…
Τι αναπαυτικό που είναι αυτό το κάθισμα… και όλα εκεί που
τα θέλεις. Όλα σε απόσταση που να τα φτάνουν τα χέρια μου.
Γυρνάς το κλειδί και… εγγύηση. Θα πάρει μπρος.
Εργονομία, σιγουριά, τι άλλο θέλεις, τι καλύτερο;
-         Μήτσο, κλείσε το ερκοντίσιον, θα μας παγώσεις!
-         Έλα μωρέ… θα σας παγώσω…
-         Καλέ τι λες; Κλείσ ‘το! Έχουμε και το παιδί!
Ωχ μωρέ, το παιδί και το παιδί… όταν είναι στο αυτοκίνητο
όλο  τέτοια κάνει. Το παιδί, το παιδί, ώώώχχ…
Ώπα, στοπ έχουμε! Φρένο! Να και το ερκοντίσιον.
Τι κίνηση είναι αυτή; Πότε θα περάσουμε; Ας κάνω λιγάκι
μπροστά, να τους αναγκάσω να με αφήσουνε. Να τος, με αφήνει.
Μου κάνει νόημα, περνάω… Άχχχχ
-         Από που έπεσε πάνω μου αυτός;
-         Τι έκανες ρε Μήτσο;
-         Άντε έέέέ… μαλάκαααα…
 
 
 
-         Μήτσο, θα μας πας μέχρι την αδελφή μου να της πάω λίγη
πίτα που έκανα;
Θα μας πάει. Τι θα κάνει και δεν θα μας πάει; Θα πάρουμε μαζί και
τον μικρό. Η νύφη μου κι’ ο γιός μου είναι στην δουλειά και τον
έχουμε εμείς. Κοίτα μαγκιά ο Μήτσος, πατάει το κομπιουτεράκι του
και ανοίγει το αυτοκίνητο. Τα καλά τα ξέρει ο  κώλος του.
Ούτε Πόρσε να του έπαιρνα. Με το άλλο, την κλούβα, θα μας έπαιρνε ο Χάρος.
Και μπροστά στην κλούβα, αυτό φαντάζει για Πόρσε. Τι απαθής θεέ μου,
όλοι οι άντρες κάπως έτσι είναι; Θα έπρεπε να χοροπηδάει από την χαρά του,
αλλά αυτός στον κόσμο του.
Τον έκλεισα τον θερμοσίφωνα; Τον έκλεισα. Την κουζίνα; Ξέχασα κανένα
μάτι ανοιχτό; Τα έλεγξα όλα πριν φύγω; Τα έλεγξα.
-         Μήτσο, προσεκτικά σε παρακαλώ! Έχουμε και το παιδί.
Κοίτα κοίτα το το σκατάκι, μια σταλιά άνθρωπος. Στέκεται όρθιο και
πιάνεται από τα σίδερα από τα προσκέφαλα στα καθίσματα. Τα μάτια του
σπίθες.  Μπορμπολιόγκος. Παντού κοιτάει. Παρατηρεί τα πάντα.
Και έμαθε και τα φανάρια. Αν περάσουμε με πορτοκαλί, λέει:
Πέαθάμε με ποτοκαλί. Το λέει και γεμίζει το στόμα του.
Γουρλώνει τα μάτια, σηκώνει το δάχτυλο και δείχνει αόριστα
μπροστά του. Χριστούλης.
Η πίτα μου μυρίζει υπέροχα, ο Μήτσος μου οδηγεί σαν Παναγία,
ο μικρός κρατιέται καλά από τα καθίσματα… το ερκοντίσιον!!!
-         Μήτσο; Κλείσ’ το το ερκοντίσιον! Θα μας παγώσεις!
-         Έλα μωρέ, θα σας παγώσω…
-         Καλέ τι λες; Κλείσ’ το! Έχουμε και το παιδί…
Αυτή η μανία του με τα κρύα βρε παιδάκι μου, αυτή η μανία του, αμάν πια.
Χειμώνας καταχείμωνο, νερό από το ψυγείο ο Μήτσος. Λίγο να ζεστάνει
ο καιρός, ερκοντίσιον. Και να πω πως κάνει και ζέστη, ε πάει στο καλό.
Για τον Μήτσο όμως έχει ζέστη όποτε δεν χιονίζει.
Και δώσ’ του τέρμα το ερκοντίσιον. Να μας παγώσει.
Τι έγινε και στεκόμαστε εδώ; Κάτι έγινε σίγουρα.
Α ωραία… αχ θα μας σκοτώσει…
-         Από που έπεσε πάνω μου αυτός;
-         Τι έκανες ρε Μήτσο;
-         Άντε έέέέ… μαλάκαααα…
 
 
 
-         Καλά, γιατί δεν της λες την συνταγή να φτιάχνει μόνη της πίτες;
-         Μμμ; Ωραία αστεία… κρυάδες.
Κυάδεθ. Ο παππούθ λέει κυάδεθ. Αθτεία. Μμμ; Κυάδεθ… Ωέεθ κυάδεθ…
Εγώ ότα μεγαλώθω, θα πάω ένα παθί και πατ πατ, θα τον κάνω πατ τον
παππού. Ότα μεγαλώθω θα πάω θκολείο… ναι… όμωθ άμα καένα
παιζάκι  με τυπάει, θα το μαλώνω… μαλώνω εγώ… Θα πάω με το
μπαμπά το τζάπο και θα πάω παινιζάκια και θα παίζω και μια πυοβεθεστική
και θα κάνω και κούνια εκεί το τζάπο και θα πάω και ένα παθί και αθπίδα
 και δε θα τυπίθω καένα παιζάκι με το παθί, ούτε με την αθπίδα, μαλώνει
μπαμπάθ.
-         Μήτσο, προσεκτικά σε παρακαλώ. Έχουμε και το παιδί.
Πόθεχε βέέέ παππού, ααα… ποθετικάά…  θα τακάουμε δατί.
Έχουμε και το παιζί.  Πέαθάμε με πάθινο. Βλέπω εγώ. Κατιέμαι από το
θίδεο. Έν πέφτω βεέε, κατιέμαι… πίτα. Έκανε πίτα η γιαγιά.
Μμμ’ αέθει η πίτα… ναι… πολύ.
-         Μήτσο κλείσε το ερκοντίσιον, θα μας παγώσεις.
Κίθε τοοο  ντίθον βε παππού, παθ παώθειθ…
-         Έλα μωρέ… θα σας παγώσω…
Παθ παώθεις βε, άντε έέέέ, παθ παώθειθ…
-         Καλά τι λες; Κλείσ’ το. Έχουμε και το παιδί.
Και το παιζί … κίθτο έέέεέ, Μαλώνω εγώ.
Θα πάω ένα παθί και θα τον κάνω πατ πατ,,,   πατ θα τον κάνω τον παππού.
Με το παθί. Το κεφάλι… πατ πατ πατ… Άντε έέέ παππού, άντε, άντε.
Πάμε βέέέ, άντε έέέ, παππού… πάμε έέέέ… ακ…  τακάαμε…
-         Από πού έπεσε πάνω μου αυτός;
…που έπεθε πάνω ατόθ;
-         Τι έκανες ρε Μήτσο;
…τί έκανεθ έέ; Μήτθο; έέ παππού;
-         Άντε έέέέ Μαλάκαααα… Μαλώνω εγώ…

                                                                               Αχιλλέας 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου