Οι χαρακιές και τα αυλάκια στο πρόσωπό του, στα χέρια του,
πενήντα έξι χρόνια από κείνη τη μέρα που η μοίρα του είχε χτυπήσει την
πόρτα και αποφάσισε πως θα έρθει σε αυτόν τον κόσμο για να βασανιστεί.
Ποιος το περίμενε? Από μικρό παιδί πίστευε ότι αυτός ήταν ο Μέγας Άρχοντας
της ζωής του, των ονείρων του, των πόθων του. Πόσο λάθος έκανε! Με το
πέρασμα των χρόνων ένιωσε το χτύπημα από το καυτό σπαθί της Ζωής πάνω
του, είδε τον ήλιο να πενθεί, τη θάλασσα και όλα τα κομμάτια της, ένα προς
ένα, να τρέμουν κάτω από το υπέροχο μωβ χρώμα της δύσης. Άκουσε τα
κύματα, ίδια με άκουσμα κιθάρας, να κλαίνε καθώς έσκαγαν στην
ακροθαλασσιά. Δεν ήταν αυτός μόνο που καθόριζε την πορεία της ζωή του…
υπήρχε και κάτι άλλο που είχε τη δύναμη να του αλλάξει τα σχέδια ανά πάσα
στιγμή.
Στάθηκε όρθιος με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του και
ατένισε το βαθύ μπλε που απλώνονταν μπροστά του. Πάντα σε αυτή τη μικρή
παραλία ερχόταν και συζητούσε με τη θάλασσα για τις χαρές και τις λύπες του,
τις επιτυχίες και τα προβλήματά του. Το μόνο σταθερό κομμάτι της ζωής του
ήταν αυτός ο μικρός όρμος, με τη λεπτή άμμο, τα γαλαζοπράσινα νερά και τα
βράχια δεξιά και αριστερά να στέκουν όρθια, αμίλητα, απειλητικά σχεδόν για
όποιον προσπαθούσε να τα πλησιάσει. Πολλές φορές τους ζήτησε να του
πουν ιστορίες από το παρελθόν, για τον Ποσειδώνα που έμαθε στο σχολείο,
για γοργόνες, για πειρατές και μάχες, για έρωτες και παρέες που
ξεφαντώνανε… Που να το ήξερε τότε… Οι βράχοι έχουν το δικό τους χρόνο,
έναν αργόσυρτο, μακρό χρόνο συνομιλίας, με λέξεις μικρές, συλλαβιστές που
το άκουσμα τους δε μπορεί παρά να σε τρομάξει.
Εκεί, με το βλέμμα καρφωμένο στο σμαραγδί, προσπάθησε να φέρει
στην επιφάνεια κάθε μνήμη που είχε από μια άλλη ζωή, μια ζωή ξέγνοιαστη,
χαρούμενη, γεμάτη προσδοκίες. Σιγά σιγά οι εικόνες κατέκλυσαν το μυαλό του
και κατάφερε να θυμηθεί πως σ’ εκείνη την ακροθαλασσιά ξάπλωνε ανάσκελα
τα καλοκαίρια μετά από μια βουτιά στα κρυστάλλινα νερά της και παραδινόταν
άνευ όρων στον ήλιο. Άλλες φορές καθόταν με τους αγκώνες βυθισμένους
στην άμμο με το σώμα του να επιπλέει στο νερό και κοίταζε με θαυμασμό το
παιχνίδισμα του ήλιου πάνω στη θάλασσα. Τις μέρες που τα κύματα ήταν
μεγάλα, έμπαινε ως τη μέση και τα άφηνε να τον παρασέρνουν στην ακτή. Τα
γέλια του χτυπούσαν πάνω στους σκληρούς βράχους και ήταν σίγουρος ότι
και αυτά του αντιγύριζαν ένα χαμόγελο. Τότε είχε τη δύναμη να πιστεύει πώς
όλα είναι δυνατά, όλα μπορούν να γίνουν… Αποκοιμισμένος, παιδί δέκα
χρονών, έβλεπε στα ζωντανά όνειρά του τον εαυτό του να αφήνει πίσω του
κάθε σκοτεινή σκέψη και να περπατά σε μονοπάτια καθαρά, φωτεινά, γεμάτος
έξαψη να απολαμβάνει κάθε του βήμα, μικρό ή μεγάλο προς την επιτυχία.
Πίστευε ότι μπορούσε να ξυπνά τα υπνωτισμένα δέντρα και να τους δίνεις ζωή
ψιθυρίζοντας λέξεις γλυκές, ανάλαφρες, λέξεις που έχουν το άκουσμα το
κυμάτων, λέξεις ίδιες με το χάδι.
Το πρόσωπό του σκλήρυνε ξαφνικά. Δεν ήθελε όμως καμία θύμηση
να του ξεφύγει, όσο σκληρή και αν ήταν… Τα χρώματα από τις τριανταφυλλιές
του σπιτιού του άλλαξαν. Ξαφνικά μια σκιά άρχισε να μεγαλώνει. Μια σκιά που
ξεκίνησε από την αυλόπορτα και συνέχισε μέχρι που κατέκλυσε τα δέντρα, τα
λουλούδια, τον κήπο, τα παντζούρια, το σπίτι ολόκληρο. Σαν από όνειρο
έβλεπε τα πάντα γύρω του να γκρεμίζονται, σαν από όνειρο η κάμαρά του
έγινε ο ουρανός του, σαν από όνειρο οι όμορφες μυρωδιές έγιναν μυρωδιά
σαπίλας, θανάτου. Ήθελε να φωνάξει, ήθελε να ξεφύγει, να κλείσει τα μάτια του
για μια ακόμη φορά, όπως τότε που ήταν παιδί και να πει «Εφιάλτης είναι…».
Να ξυπνήσει από το κακό όνειρο και η μητέρα του να τον αγκαλιάσει με το
βαθύ της βλέμμα, να τον ζεστάνει με το χαμόγελό της και να του προσφέρει
ένα ποτήρι δροσερό νερό για να συνέλθει.
Από κείνη τη μέρα ποτέ η καρδιά τους δε ζέστανε ξανά. Ο χαμός της
μικρής του αδελφής ποτέ δεν άφησε τις ματιές τους να δείξουν χαρά. Όσες
φορές κι αν σήκωσε τα χέρια του ψηλά παρακαλώντας, όσες φορές κι αν
έκλαψε δυνατά, όσες φορές κι αν έτρεξε με όλη του τη δύναμη, δεν μπόρεσε
να τη φέρει πίσω, δεν κατάφερε να μαλακώσει τον πόνο της ψυχής του. Ποτέ
δεν μπόρεσε να εξημερώσει τα τέρατα που τον βασάνιζαν νύχτα και μέρα, τα
τέρατα εκείνα που κάθε βράδυ πριν τον ύπνο προσπαθούσε να ξορκίσει ξανά
και ξανά μέσα στο μυαλό του, μέσα στην καρδιά του. Εκείνα, χωρίς να τον
αφήνουν σε ησυχία, σαν ερινύες έτοιμες να τον κατασπαράξουν, τον έδιναν
βορά στο χάρο και χαίρονταν όταν τελικά μέσα στα όνειρά του κατέληγε στο
έρεβος, στον απέκεινα. Έτσι μετρούσε καθημερινά, σταγόνα σταγόνα το αίμα
του που το ένιωθε να κυλά στις φλέβες του όπως ο ιδρώτας στο μέτωπό του.
Ζητούσε απελπισμένα, για χρόνια ολόκληρα βοήθεια από
ανθρώπους που ποτέ δεν μπόρεσαν να τον καταλάβουν. Ζητούσε να δει με
κάποιον τα πεφταστέρια, να του κρατήσει το χέρι στην τρικυμία και να του
πει «Θα περάσει.». Έτσι απλά! Απλά γι’ αυτόν, τεράστιο λάθος! Το απλό του
καθενός μπορεί να είναι ηράκλειος άθλος για τους άλλους… και αυτό
αποδείχτηκε στην περίπτωσή του.Τόσα χρόνια πέρασε μέσα στη μοναξιά και
στην αναζήτηση… Ήθελε να μοιραστεί τη ζωή του και τις στιγμές του αλλά
ποτέ δεν άφησε κανένα να τον πλησιάσει. Δεν έδειξε ποτέ σε κανένα τη θλίψη
του. Χρόνο με το χρόνο τα καλοκαίρια του έγιναν φθινόπωρα, χειμώνες, η
καρδιά του πάγωσε, το βλέμμα του κατάντησε κενό χωρίς να μαρτυρά ούτε
σκέψεις, ούτε συναισθήματα. Μόνο εκείνη… Εκείνη, θα μπορούσε να τον
βοηθήσει… έμοιαζε τόσο πολύ στην αδελφή του… αλλά την έδιωξε… Δεν
ήθελε να την αφήσει να δει το μαύρο της καρδιάς του, δεν ήθελε να την αφήσει
να αντικρύσει τα δαιδαλώδη μονοπάτια του μυαλού του που οδηγούσαν στο
χάος. Και τώρα, πενήντα έξι χρόνια μετά, πάλι μόνος μπροστά στη θάλασσα,
αυτή τη θάλασσα που τόσο είχε αγαπήσει και συνάμα τόσο μισήσει, μετρά τα
πικρά βότσαλα της ζωής του. Βλέποντας με τα μάτια της ψυχής, κατάλαβε ότι
η αγάπη είναι ένα λουλούδι της καταιγίδας που ανθίζει και μαραίνεται. Ένα
λουλούδι που πρέπει να είσαι άξιος να το δεις, να το μυρίσεις και ακόμα πιο
άξιος να το προσφέρεις.
Στα μάτια του τρεμόπαιζαν πράσινες λίμνες και είχαν τη θλίψη του
ελαφιού που γνωρίζει πως έφτασε τελευταία του στιγμή. Αυτός έφταιγε, το
ήξερε. Όσο και να ήθελε να δικαιολογήσει τη μοναξιά του, όσο κι αν ήθελε να
ρίξει το βάρος των λαθών του στη μοίρα, ήξερε… αυτός ήταν η αιτία της
μοναξιάς του. Πάντα ήθελε το περισσότερο, το απόλυτο, ήθελε όρθιος να
καλπάσει στη θάλασσα, ήθελε να στέκει αγέρωχος σε όλες τις καταστάσεις και
να βλέπει με περηφάνια τα διάφανα νερά του βυθού. Τώρα το έβλεπε, το
καταλάβαινε, πενήντα έξι χρόνια μετά, το μεγαλείο της μικρής του ζωής, τον
τρόπο που τη σπατάλησε. Τώρα που όσο κι αν προσπαθούσε να διώξει αυτή
τη σκέψη, γυρνούσε πίσω δυνατότερη, πιο επώδυνη.
Όλη του η ζωή, όλο το πέρασμά της ήταν μια καρφίτσα που
τρυπούσε τη θύμηση. Έκλεισε τα βλέφαρά του και είδε χρυσούς ατμούς να
βγαίνουν από το σώμα του… τα άνοιξε και τα κάρφωσε στον ήλιο που έκαιγε
αλύπητα πάνω του μέχρι που πόνεσαν και δάκρυσαν. Σηκώθηκε και βημάτισε
στην ακροθαλασσιά. Και ξαφνικά… την είδε, εκεί πάνω στο νερό, να τον καλεί,
να τον φωνάζει. Περπάτησε μέσα στη θάλασσα, μπήκε μέχρι τα γόνατα, μέχρι
τη μέση, της άπλωσε το χέρι… πόσο ήθελε να την αγγίξει έστω για μια
τελευταία φορά! Το κάλεσμά της ίδιο με το τραγούδι της σειρήνας… και τη
βρήκε εκεί… στο βυθό, αποκοιμισμένη. Έγειρε στο πλάι, χάιδεψε το χέρι της κι
αποκοιμήθηκε…
Κατερίνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου