Κυριακή 15 Μαΐου 2011

για το "Διπλό βιβλίο" του Δημήτρη Χατζή


 « Αυτός είδε ύστερα τ’ αγαπημένο πρόσωπο να φωτίζεται ακέριο, ένα χαμόγελο πέρα για πέρα σ’ όλο το πρόσωπο-πως όλα σωστά καμωμένα-πως μέσα κι αυτή- σε ζωή και σε θάνατο- από μένα, τη γυναίκα σου…»
Ο Χατζής στο «διπλό του βιβλίο» με ένα ύφος απλό, πικρό, στεγνό ίσως, μας παρουσιάζει τον κόσμο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Κάθε του φράση γήινη,  απομυθοποιημένη, απαλλαγμένη από φκιασίδια και ωραιοποιήσεις. Και ταυτόχρονα «στέρεη» γεμάτη μηνύματα και προβληματισμούς. Γεμάτη συνειρμούς για την σημερινή εποχή,  για ένα κόσμο που θα μπορούσε να’ ταν πιο υποφερτός, λιγότερο ιδιοτελής. Και μια πατρίδα που θα μπορούσε να πορευτεί χωρίς να αυτοκαταστρέφεται σκοτώνοντας κάθε μέρα τα παιδιά της.
Σε μια γραφή λιτή και τόσο πλούσια ταυτόχρονα, καταφέρνει να ταυτιστούμε με τα πρόσωπα, να κλάψουμε με τα πάθη των ηρώων του. Ποιος από μας δεν ένιωσε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου τη  μιζέρια της Ελλάδας, το συμβιβασμό στις μικρές καθημερινές παρανομίες, την απογύμνωση των ψευδαισθήσεων; Ποιος δεν αναγνώρισε πρόσωπα και καταστάσεις που άφησαν σημάδια και στην δική του  ψυχή; Ποιός δεν μελαγχόλησε αναλογιζόμενος  τις συνθήκες της δουλειάς του, στερημένες από κάθε δημιουργία, χωρίς μεράκι, δουλεία καθημερινή βουτηγμένη σε απελπισία; Και τέλος  ποιος δεν ένιωσε τον έρωτα, υπέροχο στην έξαψή του και τόσο καταστροφικό στη φθορά του!       
Οι ήρωες του άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Συμβιβασμένοι, ηττημένοι, σχεδόν αφελείς, χωρίς μεγάλα όνειρα, στερημένοι νωρίς από προσδοκίες. Οι άνθρωποι της αποξένωσης, της μοναξιάς, του φίφτυ- φίφτυ.
Και ταυτόχρονα ψυχές που λαχταρούν την αγάπη, τη φιλία, ένα καλύτερο κόσμο, μια δροσερή θέση κάτω από τον ήλιο της καθημερινότητας.
Γιατί δεν μας μιλά ο Χατζής στο « Διπλό του βιβλίο» Για την μετανάστευση, την αποξένωση του ήρωα από τα μέσα παραγωγής, τη μοναξιά του…Για το συνδικαλισμό, τους αγώνες, τις κατακτήσεις  της εργατικής τάξης σ’ αυτό που αποκαλούμε «Ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος»…Για την Έρικα- Έρωτα, την ευτυχία και τη φθορά του …Για το Σκουρογιάννη-όνειρο ζωής και δικαίωση, για το Ρωμαίικο- με τις χαμένες γενιές του.
Σε όλα ο Χατζής, ακόμα και τις λίγες στιγμές που μας κάνει να χαμογελάσουμε ( σελ. 70 η μωρουδίστικη μπανιέρα- 73 ο Σκουρογιάννης στη Σαββατιάτικη έξοδο,)  είναι σπαρακτικός!  Στη μεγάλη ήττα της γενιάς του, στα ατέλειωτα πολιτικά αδιέξοδα, στη συντριβή των οραμάτων, στις ψευδαισθήσεις των σχέσεων.
Στο βιβλίο του σπανίζουν οι καλολογικές περιγραφές. Λείπουν ηλιοβασιλέματα, ονειρεμένα τοπία, τρικυμισμένες θάλασσες…Ωστόσο οι συναισθηματικές καταστάσεις των ηρώων είναι σμιλεμένες με κοφτερό κοπίδι, οι λέξεις μιλούν ίσα στην καρδιά τα πρόσωπα θαρρείς τα βλέπεις, τα αγγίζεις, τα αγκαλιάζεις…(σελ.152 η μάνα του Βασίλη- σελ.101 η Έρικα- σελ.43 ο Μάστορας)
Το βιβλίο ασφαλώς  δε χαρακτηρίζεται από την έντονη πλοκή, δε σφύζει από αναπάντεχες ανατροπές. Μας μπερδεύει και λίγο με την παρουσία του «συγγραφέα» ο ρόλος του μένει ίσως αμήχανα θολός…όπως αμήχανο και το τέλος του βιβλίου όπου αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί γι’ αυτή του την αμηχανία!
  Είναι όμως από εκείνα που αφήνουν το σημάδι τους στην ψυχή, που σ’ αφήνουν βουρκωμένο που σε γεμίζουν σ΄ άλλες σελίδες πίκρα, σε άλλες θυμό, σε άλλες ένα βουβό παράπονο. Και κάπου, πολύ αμυδρά μια μικρή, εύθραυστη φλογίτσα ελπίδας 
«Μου φαίνεται ωστόσο- δεν ξέρω—πίσω από κείνη την ημεράδα της , την υποταγή της, αν θέλεις, είναι μια φλόγα που καίει, δεν σβήστηκε ολότελα. Μια παπαρούνα που πολεμάει από κάτω να σπάσει την άσφαλτο»  

Μιχάλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου