« Η βροχή μας κάνει καλύτερους ανθρώπους.»
« Τότε να βρέχει κάθε μέρα. »
Απόρησα με την απάντηση που δέχθηκα στη ρητορική μου διαπίστωση. Πιο πολύ εντυπωσιάστηκα όμως από το γεγονός πως αυτή προήλθε από τον σύζυγο μου.
Δεν είχα αντιληφτεί την παρουσία του στην κουζίνα, τον μοναδικό προσωπικό μου χώρο τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Καθώς έστρεφα το κεφάλι μου για να τον αντικρύσω και να επιβεβαιώσω την ύπαρξη του, ένα ρίγος με διαπέρασε. Πραγματικά βρισκόταν εκεί με τα μυωπικά του γυαλάκια, να διαβάζει εφημερίδα και να κατεβάζει γουλιά γουλιά τον καφέ του. Δεν έδειχνε καθόλου ξαφνιασμένος με την μικρή μεν αλλά ουσιαστικής δε στιγμή επικοινωνίας που μόλις είχε υπάρξει ανάμεσα μας.
Αυτά τα δύο δευτερόλεπτα εκείνου του πρωινού με κράτησαν απασχολημένη για την υπόλοιπη ημέρα τοποθετώντας υποψίες και αμφιβολίες στο ήδη παραγεμισμένο εγκέφαλο μου. Προσπάθησα να φανταστώ την τοποθέτηση ενός ψυχο-κάτι απέναντι στο ζήτημα μου. Να επισημάνω πως το ‘κάτι’ αντικαθιστά με επιτυχία το δεύτερο συνθετικό αφού ακόμη δεν μπορώ να προσδιορίσω ποιο είναι αυτό: αναλυτής, λόγος ή μήπως ιατρός;
Ο μόνος λόγος που θα επισκεπτόμουν ποτέ έναν ψυχο-κάτι είναι οι άνετες πολυθρόνες των γραφείων τους και οι καραμέλες που προσφέρουν στους ασθενείς τους. Έτσι τουλάχιστον τους έχω πλάθει στο μυαλό μου.
Κάθομαι λοιπόν σε μια φανταστική άνετη πολυθρόνα και αρχίζω την εναπόθεση της ψυχής μου.
« Ονομάζομαι Λένα και είμαι σαράντα δύο χρονών. Το ότι βρίσκομαι σε αυτή την ηλικία δεν σημαίνει κιόλας ότι περνάω την ονομαζόμενη κρίση των άντα. Αντίθετα δεν έχω υπάρξει πιο ευχαριστημένη από τη ζωή μου.»
Το χαμόγελο μου μάλλον δεν πείθει γιατί ο ψυχό- κάτι είναι έτοιμος να παραθέσει τους λόγους που κατά τη γνώμη του ευθύνονται για την διαταραχή της ψυχικής μου ισορροπίας.
«Η μητρότητα ή καλύτερα η μη ύπαρξη αυτής θα μπορούσε να μας φανερώσει και να δικαιολογήσει πολλά.»
Με τη δήλωση αυτή ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο μου και του απαντώ περιχαρής γνωρίζοντας πως έχω κερδίσει τον πρώτο γύρο.
«Εδώ κάνετε λάθος. Έχω δύο κοριτσάκια, δίδυμα μάλιστα. Μέρα με τη μέρα μεγαλώνουν αλλά δε σταματούν να τρέχουν από εδώ και εκεί φωνάζοντας ‘μαμά’ και εγώ βρίσκομαι πάντα εκεί προσπαθώντας καθημερινά να ικανοποιήσω τις ανάγκες τους. Γιατί λοιπόν να μην είμαι ευτυχισμένη;»
Τον βλέπω να υποχωρεί όχι όμως για πολύ τσεκάροντας το επόμενο στη λίστα του.
«Προσωπικές φιλοδοξίες ή όνειρα που κλειδώθηκαν σε κάποιο συρτάρι μήπως;»
Γίνεται πιο δύσκολο να τον αντικρούσω αλλά δεν είμαι έτοιμη να παραδώσω τα όπλα.
«Μα φυσικά υπάρχουν. Ποιος δεν έχει κάτι που να επιθυμεί. Τα δικά μου είναι ένα ταξίδι στο Θιβέτ και μεταπτυχιακό αλλά αυτά υπήρξαν σχέδια μιας εικοσιπεντάχρονης χωρίς υποχρεώσεις. Πλέον μου αρκεί να έχω αρκετή έμπνευση για τη σύνθεση ενός φαγητού που δε θα αρνηθούν οι κόρες μου και να έχω αρκετό χρόνο για να προλάβω τις υπόλοιπες δουλειές του σπιτιού.»
Τον έχει εκπλήξει η ετοιμότητα μου και ετοιμάζεται για μια πιο κοντινή επίθεση.
«Οι σχέσεις με τον σύζυγο σας πώς είναι;»
Χτύπησε φλέβα χρυσού με αυτή του την ερώτηση μόνο που δεν το γνωρίζει ακόμη. Αποφασίζω να είμαι ειλικρινής.
«Πρόσφατα ανακάλυψα την ύπαρξη του, χάρη σε μια μόνο στιγμή. Την πνευματική του ύπαρξη, γιατί την σωματική την αποδέχτηκα πριν δεκατέσσερα χρόνια όσο δηλαδή και η διάρκεια ζωής του γάμου μας. Τον έβλεπα κάθε μέρα να τρώει, να κοιμάται, να βλέπει τηλεόραση αλλά ποτέ να μη μου μιλάει. Αναφέρομαι σε συζήτηση γιατί υπό την άλλη έννοια του διαλόγου υπήρξαν πολλές στιγμές κατά τον έγγαμο βίο μας. Αν βέβαια θεωρείται διάλογος η μορφή ερώτησης και μονολεκτικής απάντησης. Μέχρι που πίστεψα πως με παντρεύτηκα μια μηχανή εφοδιασμένη με συγκεκριμένες απαντήσεις στις ερωτήσεις μου.
Το ότι άκουσε όμως την περισυλλογή μου και μου απάντησε κιόλας απέδειξε πως όλα όσα πίστευα δεν ίσχυαν. Γιατί ο άνδρας μου έχει τελικά πνευματική υπόσταση και ότι δε μου την είχε φανερώσει φαίνεται πως κάτι πήγε στραβά σε αυτό που όλος ο κόσμος ονομάζει γάμο.»
Τέλος της φανταστικής συνεδρίας. Και έτσι χωρίς να ξοδέψω ούτε ένα ευρώ είχα αυτό - οδηγηθεί στην αρχή του μονοπατιού προς την ανακάλυψη της προσωπικής μου αλήθειας. Γιατί στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε στη μικρή αλλά με μακρά ιστορία χώρα μας ακόμη και το ένα λεπτό αποκτά αξία και τοποθετείται σε βάθρο όπως άκουσα να αναφέρεται σε μια διαφήμιση αλυσίδας σούπερ μάρκετ.
Μου έκανε εντύπωση ότι η διαφήμιση παρουσίαζε μια αληθινή κατάσταση. Πρώτη από όλους νοιάζομαι για τα μικρά μου φιλαράκια, τα κέρματα. Την προ ΔΝΤ εποχή γελούσα όταν αντίκριζα τιμές όπως 2,99 αλλά τώρα είμαι ευγνώμων γιατί οι συγκεκριμένες μου δίνουν την ευκαιρία να μαζεύω τα ενάλεπτα για να τα ανταλλάξω κάποια στιγμή με ένα εισιτήριο λεωφορείου ή ένα πακέτο μακαρόνια.
Μια κατάσταση που φυσικά δεν περίμενα να ζήσω πριν δώδεκα χρόνια ανερχόμενη υπάλληλος μιας πολυεθνικής εταιρείας. Όλα αυτά πριν εγκαταλείψω την γεμάτη προοπτικές θέση μου μετά από έναν μη δημοκρατικό διάλογο με το έτερον μου ήμισυ. Τότε ο μισθός του και μόνο ήταν αρκετός και εγώ έπρεπε να αφιερωθώ στην οικογένεια μου και στο μωρό που ερχόταν.
Δεν μπορούσε να φανταστεί την επέλαση των γερμανών. Ούτε εκείνος ούτε οι υπόλοιποι 10.000.000 Έλληνες που μέχρι εκείνη την τρομερή μέρα που τους ανακοινώθηκε η έλευση των τόσο φιλικών ανθρώπων έτρωγαν και έπιναν ολημερίς και ολοβραδίς. Την είδηση την έμαθα από τους πρώτους χάρη στις μεσημεριανές εκπομπές και από το γεγονός πως είμαι μια απλή νοικοκυρά.
Εν έτη 2010 αποφασίστηκε λοιπόν πως επειδή είχε επιτυχία η πρώτη εμφάνιση τους και για να γιορτάσουν και τα εβδομήντα χρόνια από τότε, έπρεπε να γυριστεί και sequel: Ο Χίτλερ και οι Έλληνες Ν2. Δυστυχώς για το ρόλο του Χίτλερ εμφανίστηκε στα δοκιμαστικά μόνο μια γυναίκα ονόματι Μέρκελ. Δεν είχαν και άλλη λύση και αποφάσισαν να την χρησιμοποιήσουν τελικά. Από ότι μαθαίνω με μεγάλη επιτυχία αφού η ταινία έχει κάνει ρεκόρ εισιτηρίων.
Για να ομολογήσω την αμαρτία μου δεν έχω πάει ακόμη να τη δω. Αλλά τι να κάνω; Είμαι του ρομαντικού. Αν δεν ξοδέψω ένα κουτί χαρτομάντιλα για μένα η ταινία δεν αξίζει.
Ορισμένες φορές όμως η μαγεία και η συγκίνηση υπάρχει και έξω από την αίθουσα των κινηματογράφων. Αυτό το διαπίστωσα τις προάλλες επιστρέφοντας από μια μικρή εξερεύνηση στους δρόμους της πόλης μου αναζητώντας και εγώ δεν ξέρω τι. Ήμουν σίγουρη πως για μια ακόμη φορά η εξόρμηση μου είχε στεφθεί από αποτυχία όταν στη στάση του λεωφορείου έκανα μια καινούργια γνωριμία που συντάραξε τον εσωτερικό μου κόσμο.
Ο δρόμος ήταν ξεχασμένος από τις ψυχές αυτού του κόσμου αλλά εμένα μου τράβηξε την προσοχή η κίνηση ή μάλλον η απουσία κίνησης. Μια αθώα ψυχούλα καθόταν στην οροφή ενός αυτοκινήτου χωρίς να κάνει οτιδήποτε. Απλώς καθόταν εκεί και παρατηρούσε. Τι; Δεν ξέρω ακριβώς. Η ψιψίνα καθόταν στα τέσσερα ποδαράκια της με την ουρά τυλιγμένη γύρω της.
Αποφάσισα να την βαφτίσω Λίλι. Τα μάτια της φώτιζαν όλη την περιοχή. Πάντα με τρόμαζαν τα μάτια των γατιών και πάντα ζήλευα την ικανότητα τους να βλέπουν στο σκοτάδι. Το βλέμμα της το ένιωθα πάνω μου αλλά ταυτόχρονα είχα την αίσθηση πως είχε την πλήρη εικόνα όλου του δρόμου, όλου του κόσμου. Αυτή η πεποίθηση πως μπορούσε να δει πέρα από μένα, πέρα από αυτόν τον κόσμο με συνάρπαζε. Γυρνούσε να κοιτάξει τα φύλλα των δέντρων που ήταν έρμαιο στα χέρια του ανέμου και όλη της η ύπαρξη ενωνόταν με αυτή των φύλλων. Στα μάτια της ανακάλυψα τη γνώση και τη διαφύλαξη ενός μυστικού που εγώ αγνοούσα και θα έδινα τα πάντα για να το μοιραστεί μαζί μου.
Η άρνηση της στο αίτημα μου έγινε εμφανές με μια κίνηση της φατσούλας της. Αυτό με πλήγωσε αλλά ο δεσμός ανάμεσα μας δεν είχε χαθεί. Συνέχισε να με κοιτάει στα μάτια ώσπου ήρθε το λεωφορείο. Δίστασα για μια στιγμή αλλά ακούγοντας την αγριοφωνάρα του οδηγού:
«Θα ανεβείτε επιτέλους;», αποφάσισα να εγκαταλείψω τη Λίλι, ενώ την ίδια στιγμή γεννήθηκε μέσα μου η απορία:
Τι το ξεχωριστό έχει η δικιά της ζωή που δεν το έχει η δικιά μου;
Η απάντηση ήρθε λίγες μέρες αργότερα μαζί με την βροχή.
Το ότι τον Σεπτέμβρη μπορείς να βρεθείς από τη μία στιγμή στην άλλη μούσκεμα επειδή ο καιρός αποφασίζει να παίξει παιχνιδάκια, τον κάνει τον πιο μισητό ανάμεσα στα άλλα έντεκα αδέλφια του.
Βρέθηκα να περπατώ στο δρόμο και να ανακαλώ όλες τις βρισιές που είχα μάθει, ενώ δεν είχα καμιά ελπίδα να γλιτώσω από το επερχόμενο κρυολόγημα. Οι διάφοροι περαστικοί φαντάζομαι πως έκαναν τις ίδιες σκέψεις. Τουλάχιστον όμως εγώ δέχθηκα ένα δώρο εκείνη την στιγμή που με έκανε να αντικρύσω τον κόσμο από διαφορετική όψη και άποψη.
Υπήρχε ακριβώς απέναντι από μένα, σε ένα πάρκο μια εικόνα τόσο ξένη αλλά που την έκανα δική μου κατευθείαν. Ένας σκύλος έπαιζε με τις σταγόνες της βροχής, τίποτα το ξεχωριστό. Το σημαντικό βρισκόταν στο γεγονός πως αντί το ζωντανό να προφυλαχτεί από τη μανία της φύσης, κουνούσε χαρούμενα την ουρά του και τσαλαβουτούσε στα βρώμικα νερά. Έμοιαζε τόσο μα τόσο ευτυχισμένος.
Εκείνη τη στιγμή μπόρεσα να καταλάβω και να εξηγήσω τη συμπεριφορά και την ευτυχία των δύο άγνωστων τετράποδων φίλων μου. Ήταν η ελευθερία. Απεξάρτηση από το χρήμα, από τον καταναλωτισμό, από τα κινητά ακόμα και από την ίδια σου την οικογένεια, από όλα όσα σε πνίγουν.
Γιατί εγώ όπως και οι υπόλοιποι άνθρωποι έχουμε ξεχάσει να ζούμε. Απλώς παρασιτούμε. Είμαστε το μικρόβιο σε έναν ξενιστή και σιγά σιγά τον καταστρέφουμε. Αλλά μέσα στα μάτια αυτών των πλασμάτων ανακάλυψα πως υπάρχει ακόμα ελπίδα.
Βάσια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου