Ξύπνησα με τα πόδια ξεσκέπαστα. «Θ’ αρπάξω κάνα κρύωμα», σκέφτομαι φωναχτά. Η μέρα φαίνεται να διαφωνεί και τα επιχειρήματά της είναι, οφείλω να ομολογήσω, πειστικά. Με ξεγελά και δε φοράω το κασκόλ μου. Την ακούω που κρυφογελά με το πάθημά μου. Χαμογελάω κι εγώ, «δεν πειράζει» λέω «ας της κάνω το χατίρι».
Αποφασίζω να πάρω το λεωφορείο, να διασχίσω την Κυριακή πάνω σε ρόδες. «Η ομορφότερη μέρα της βδομάδας» θυμάμαι να μου λέει κάποιος. Μπαίνω σ’ ένα μισογεμάτο 5άρι και κάθομαι πίσω-πίσω, «μέχρι να φτάσει στη Βενιζέλου θα ‘χει γεμίσει» προβλέπω. Ευτυχώς κατεβαίνω νωρίτερα. Μπροστά μου ένας μάλλον κακόκεφος μπαμπάς με την κόρη του:
«Μπαμπά, τι σημαίνει ξεπούλημα;»
«Τα πουλάμε όλα.»
«Ναι όμως…»
«Μην ξεκινάς όλες σου τις προτάσεις με “ναι όμως” παιδί μου!»
«Γιατί;»
«Γιατί είναι ενοχλητικό.»
«Ναι όμως…»
Δεν ακούω πια. Ανοίγουν οι πόρτες και ο κρύος αέρας με χτυπάει στο πρόσωπο. Μια ταλαιπωρημένη κυρία ανεβαίνει μιλώντας στο κινητό της.
«Ποιος ξέρει; Ο γιατρός λέει μια βδομάδα, ίσως και περισσότερο…».
Χτυπάει το εισιτήριό της και κάθεται απέναντί μου. Μόνο τότε θυμάμαι και το δικό μου. Σηκώνομαι, το χτυπάω αλλά δεν κάθομαι στη θέση μου. Έτσι κι αλλιώς, σε 3 στάσεις κατεβαίνω.
Πιο πέρα, μια παρέα κοριτσιών κοροϊδεύει τον κύριο με τα σκισμένα παπούτσια κρυφογελώντας και χαχανίζοντας. Ντρέπομαι και στρέφω το βλέμμα αλλού. Βλέπω την ταλαιπωρημένη κυρία, που τώρα κάθεται στη θέση μου, να σφίγγει και με τα δυο χέρια την τσάντα της καθώς ανοίγουν οι πόρτες ξανά και δίπλα της κάθεται ένας μαύρος με ακουστικά στ’ αυτιά. Γυρνώ το κεφάλι μπροστά· μια γιαγιά με κοιτάζει επίμονα. Της χαμογελώ αμήχανα. Δεν ανταποδίδει. Το εισιτήριο τσαλακώνεται στο χέρι μου, ίσως μπορέσω να το δώσω σε κάποιον άλλον μόλις κατέβω, ισχύει για ακόμα 45 λεπτά τουλάχιστον. Προτελευταία στάση. Τα υπάρχοντα πρόσωπα καλύπτονται από άλλα καινούρια που ορμούν να καταλάβουν τις τελευταίες άδειες θέσεις. Αρχίζω να δυσανασχετώ, τα χέρια μου ιδρώνουν. Κοιτάζω την αντανάκλασή μου στο τζάμι και μια χλωμή, εχθρική γκριμάτσα μου επιστρέφει το βλέμμα. Κοιτάω ένα γύρο κι αναγνωρίζω την ίδια φάτσα καρφωμένη σ’ όλα τα σώματα. Σώματα που πηγαινοέρχονται στο ρυθμό της μηχανής, τραντάζονται, ταλαντεύονται και ισορροπούν πάλι σαν ξυλιασμένες, άκαμπτες κι άχρηστες πια μαριονέτες σωριασμένες σ’ ένα ξύλινο κουτί. «Θα πατήσετε λίγο το κουμπί;»· τα λόγια βγαίνουν ξέπνοα απ’ τα χείλη μου. Παίρνω ένα μουγκρητό σαν απάντηση. Σπρώχνω ό,τι βρω μπροστά μου. Πρέπει οπωσδήποτε να προλάβω τις ανοιχτές πόρτες. Απλώνω το χέρι με το στραπατσαρισμένο εισιτήριο σ’ αυτούς που περιμένουν να μπουν, κάποιος κάνει να το πάρει κι ύστερα μετανιώνει, τραβάει το χέρι μακριά.
Γεμίζω τα πνευμόνια μου με το κρύο της μέρας, κοφτερό και αποτελεσματικό. Τα πόδια μου με πάνε μέχρι το σπίτι της Ρένας και ο δείκτης μου χτυπάει το κουδούνι. «Εγώ» θυμώνω σχεδόν στο θυροτηλέφωνο.
«Καλώς την! Κάτσε, φτιάχνω καφέ κι έρχομαι. Πώς ήρθες; Σαν άρρωστη μοιάζεις.»
«Πήρα λεωφορείο.» μουρμουρίζω και κάθομαι στον καναπέ.
«Δε σ’ άκουσα!» φωνάζει απ’ την κουζίνα.
«Δε σ’ άκουσα!» φωνάζει απ’ την κουζίνα.
«Πήρα, λέω, φορείο».
Άντρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου