Κυριακή 15 Μαΐου 2011

"με φαν τ άσματα"


Δεν είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν στα φαντάσματα αν και μιλάω πολλές φορές με πεθαμένους. Αυτοί όμως δεν είναι φαντάσματα, μου μιλούν και μάλιστα μπορώ και επαναλαμβάνω όλα όσα μου λένε και δεν λένε και λίγα, ούτε τα λέω από το μυαλό μου όλα αυτά.
Ξεκινώ πάντα τις συνδιαλέξεις μου αυτές με κριτικό πνεύμα και μια ελαφριά δυσπιστία αλλά γρήγορα γίνομαι πειθήνιος και αναντίρρητος απέναντί τους. Ποτέ όμως σιωπηλός. Μιλώ όσο κι αυτοί. Μιλώ μαζί τους με τον ίδιο τρόπο που το κάνω και με τους ζωντανούς. Μιλώ και με ξένους που δεν γνωρίζω την γλώσσα τους, αλλά είναι μεταφρασμένοι. Ήθελα να γίνω τέτοιος όμοιος τους αλλά οι πολλές ασχολίες δεν μου αφήνουν και πολύ χώρο για την γραφή. Κάτι θα πρέπει να παρατήσω για να βρεθεί ο ζωτικός χρόνος που χρειάζομαι για να γράφω. Τα τελευταία τρία χρόνια ας πούμε, ασχολούμαι με άσματα ως μέλος μιας χορωδίας, το οποίο μου τρώει ένα ολόκληρο απόγευμα κάθε εβδομάδα, με αφήνει ικανοποιημένο καλιτεχνικά μιας και νοιώθω πως κάτι κάνω σαν κάνω τον τενόρο, με αποτέλεσμα ενώ εσείς περνάτε όμορφα και δημιουργικά την ώρα σας γράφοντας αυτές τις ωραίες σας ιστορίες για φαντάσματα, εγώ απλώς να κινδυνεύω να με φαν' τ' άσματα.

Από την άλλη πάλι μου κόλλησε πως εσείς πραγματεύεστε μια ιδέα που είχατε όταν εγώ δεν ήμουν ανάμεσά σας και πως δεν είναι ότι καλύτερο να χωθώ ξαφνικά σε ένα πόνημα που δεν ήμουν παρών όταν ήταν ακόμη στα σπάργανα. Τι σου είναι όμως τα φαντάσματα ε; Πετιούνται απότομα μπροστά σου και αναρωτιέσαι αν εσύ ξεφύτρωσες εκεί ή αυτά. Χάνεις την σειρά και δεν ξέρεις πια τι να υποθέσεις, ποιός προηγείται και τι ακολουθεί. Το μυαλό μου παίζει παιχνίδια, ορίστε λοιπόν τι μου κόλλησε με στοίχειωσε με έκανε να εκτεθώ τόσο ώστε να χτυπάω πλήκτρα σήμερα. Κάποιο φάντασμα. Μια Οδύσσεια. Ενός Δυσσέα. Μιλώ σε γνώστες και θα καταλάβετε. Το ερώτημα μου γενήθηκε πριν μόλις μπεί ο νέος χρόνος. Έχω την αίσθηση πως είναι απαντημένο, όμως, ακόμα δεν ρώτησα... έτσι λοιπόν ερωτοτροπώ (: ερωτώ με τρόπο :) σήμερα. Το έγραψα το 2006 πολύ νωρίς πολύ αργά. Μπαίνει κάτι τέτοιο σαν φάντασμα ή όχι; Φάντασμα και η ελπίδα. Όχι;

                    "ΤΩΝ ΗΧΩΝ ΤΩΝ ΛΥΓΜΩΝ ΤΩΝ ΓΕΛΙΩΝ ΣΟΥ"

Ας στρέψει αλλού τα ξίφη της
κι’ εκεί ας αυλακώνει τον αέρα
με τις κραυγές της.
Η στρατιά αυτή δεν ξεκίνησε
για καλό.
Μόνο κακό θα φέρει.
Κι’ έπειτα πάλι αλλού.
Θα στρέψει πάλι και πάλι.
Σαν ανοιχτή παλάμη
στην ανάγνωση της μοίρας.
Σαν κλειδοκράτορας στιγμών
που δεσμεύουν χρόνος και καιρός.
Δεν υπάρχει κι’ άλλος τρόπος…
ούτε υπήρξε…
κι’ όσο οι άνθρωποι θ’ αγαπιούνται δίχως ν’ αγαπάνε,
όσο τα σπλάχνα θα ζητάνε μόνο,
δίχως να κινούνται,
τόσο ο αθώος θάνατος
θα μοιάζει αθώος.

ΙΙ
Το μοιρολόι έλεγε για τον χαμό
ενός ήλιου.
Τίποτα γι’ αυτά που θα έρθουν, μόνον γι’ αυτά που πέρασαν.
Πόσα απ’ αυτά έγιναν στ’ αλήθεια;
Κορμοί κείτονταν βουβοί,
κάποτε μάλιστα μιλούσαν…
κι’ έφτιαχναν βάρκες
που έσκιζαν απαλά τα νερά…
και τραγουδούσαν με συνοδεία
κιθάρας
και χαίρονταν τις λάμψεις
στα κύματα
από την αντανάκλαση
των φεγγαριών τις νύχτες.
Των σβησμένων πια φεγγαριών.
Πιστευτό η μη,
κανείς δεν έβλεπε στα χέρια
που έδιναν στην κιθάρα ζωή.
Τα γεμάτα ζωή χέρια…
Που είχαν την δική τους
μοναχική
πορεία
στον αέρα που ανάπνεαν,
στον ίδιο αέρα
που γλιστρούσε η μουσική,
που πάλλονταν απ’ τις ανάσες.
Τότε οι κλειστές αυλές
Άνοιγαν τις πόρτες τους
και οι γλάστρες άνθιζαν εν τάχει.
Και τα θεριά κύματα
Έρχονταν ένα-ένα
και έσπαζαν
λίγα μόλις μέτρα
από τα πόδια τους,
όπως οι καταρράχτες
που αυτοκτονούν με βρόντο επάνω στους βράχους,
που λίγο-λίγο
γίνονται η άμμος,
που αιώνα τον αιώνα
περικυκλώνει τις θάλασσες…
Θα μοιρολογήσω κι’ εγώ
αν αληθεύει η ιστορία τους.
Αν όντος μια γοργόνα
μπόρεσε να τους σύρει
στα κυματιστά της μαλλιά
και έκανε μόνο του πια να πλέει
το ξύλινο αυτό δοκάρι,
αλλά βούλιαξε το υπόλοιπο σκαρί…
κι’ έκανε την θάλασσα
τοίχο δίχως πόρτα…
δρόμο χωρίς γυρισμό…
Αν στ’ αλήθεια κοίταζε
με τα πράσινα μάτια της γάτας
μέσα από το βαθύ σκούρο
του βυθού
και δάκρυσε…
Αν τα δάκρυα είναι υπαρκτά
σε βυθούς κρύους και σκιερούς…
Θα κλάψει η ψυχή μου το παιδί
που ξώμεινε να συνεχίσει
το λιβάνισμα
που άφησε ο παπάς πίσω του…
Το παιδί
με τον σταυρό
του αίματος
στο στήθος…
το χτυπημένο…

Και θα θρηνήσω με ολολυγμούς
το έβγα του ήλιου
στο έμπα του σκοταδιού.
Θα μαυρίσω
το ξέξασπρο πουκάμισο
στον πένθιμο ήλιο, που άγγιξα,
που έστησα στους ώμους μου,
να μην φαίνομαι καμένος,
που έπρεπε να βγω στον κόσμο
αλλά γυμνός ντρεπόμουν,
πριν δω
πως γυμνοί όλοι έρχονταν.

ΙΙΙ
Έτσι για μένα θα μιλώ
και για σένα ποτέ δεν θα πάψω.
Γιατί η αγάπη μου,
σαν του γεμάτου φεγγαριού
το φως
διαχέεται παντού
και περνάει τους τοίχους
και σαν να μην υπήρχαν σεντόνια, βγαίνει η σκιά του ποδιού σου
στο πάτωμα
κάτω από το κρεβάτι.
Τα χέρια μου έχουν την ευωδιά και το χρώμα
των ινδικών λουλουδιών
που τώρα πέφτουν
σαν το χιόνι στο δωμάτιο,
που ψηλά τα τίναξα
και σκορπίσανε με δύναμη
στο ταβάνι.
Γιατί δεν μου φαίνεται,
το ξέρω,
αλλά αυτό που κοιμάται μέσα μου είναι μια δύναμη αβάσταχτη
που τα πάντα μπορεί,
τα πάντα αν θέλει.
Δίχως δικιά της θέληση.
Της φτάνει η δική μου.
Κι’ εμένα η δικιά σου.

Και μία και μόνη ανάσα
αρκεί για να σε πάω
στο κοπάδι με τα άσπρα κύματα
ή στα λαδένια απαλά μωρά τους, μέσα από τούνελ διεξοδικά,
με φως και στις δυο άκρες,
με σκιά υπό του μηδενός
της γλύκας
και της οξύτητας
του μυαλού.
Να ανεβούμε μέσα
από ζεστές ρίζες
χειμωνιάτικων δένδρων
σε κλαδιά
με ιστούς υφάδια νεραϊδένια,
ν’ ακούμε την θάλασσα
που ξέρει να λέει
για την ομορφιά σου,
για τα χάδια σου,
τα φιλιά σου,
να ψιθυρίζει ότι κι’ εσύ,
έτσι απλά,
έτσι απαλά
όπως κι’ εσύ…

Να περπατήσουμε απαλά
στις κόψεις των βράχων
του λιμανιού
μέσα στις ιδιαίτερες γνώσεις
και την πλήρη άγνοια,
μακρινός ήλιος εσύ
να σε ερωτεύομαι
στην αντανάκλαση των κυμάτων.
Μακρινός ήλιος
σε απόσταση μικρού αστεριού…
και η αντανάκλαση
να κάνει το λιμάνι να είσαι εσύ, όταν βάρκες πάνε κι’ έρχονται
και για μια στιγμή
το κουπί τους
μοιάζει να κόβει
το είδωλό σου
στον υγρό κοίλο καθρέφτη
των κυμάτων…

πίσω πάλι στο σπίτι,
με την αυλή να στηρίζει με χώμα την καρέκλα σου
κάτω από τα άωρα σταφύλια
κάτω από τις φυλλωσιές
και τις κληματσίδες,
ανάμεσα στους πράσινους
και καφέ πασσάλους
με τις σφιχτά δεμένες τριανταφυλλιές
και το πάντα ανοιχτό βρυσάκι
με το νερό
που ολοένα και κρυώνει.


Να παίρνεις πόζες
Μπροστά στο αστραφτερό μάρμαρο που θέλω να σμιλέψω
κι’ όλο ν’ αλλάζεις πόζες
κι’ όλο αυτό να μικραίνει,
μέχρι που να γίνεται
ένα με την σκιά μου
που όσο ο ήλιος πέφτει,
τόσο μακραίνει.

Να κρεμιέσαι από το παντζούρι
κι αυτό να γέρνει προς τα επάνω
κι’ εγώ
που δεν μου φτάνουν
οι γρίλιες να σε δω,
να προσπαθώ να το ανοίξω
σαν αέρας
με την ματιά μου
κι’ αυτό να υπακούει
μόνο στο άγγισμά σου
και να γίνεται το αρχαίο ρούχο που σε κρύβει από την ψυχή μου.

Δυο φορές να σ’ αγαπάω,
για μένα την μια
και την άλλη
για μένα μόνο.
Αχόρταγα.

Αρχαία εσύ μνα
και εγώ η σκουριά
που την αξιώνει,
εσύ μια χούφτα χαλκός
κι’ εγώ το φτου στην χούφτα,
το χτου στην φούχτα.

Λατρεία πάσα.

Πόσο αξίζεις την νύχτα
που ο αέρας κλαίει γοερά
ανάμεσα στα κλαδιά
και στους φράχτες…
Πόσο όταν
η μια σταγόνα φέρνει την άλλην
από τα μπαμπακερά
σκιάδια του ουρανού
ως την ξερή λαίμαργη γη,
μέχρι η τελευταία στάλα
να βρει την δύναμη
να λυγίσει το σκληρό
ουράνιο τόξο…

Στην ησυχία πόσο αξίζεις
να σιωπάς
να ακούγεται η καρδιά σου
όταν ακανόνιστη
μοιάζει πια η ανάσα σου…
Και πόσο λίγο αξίζουν όλα αυτά
μπροστά σου…

που τίποτ’ άλλο είναι
ανάμεσα στα τούβλα
και τους σοβάδες
και τα μαδέρια τα ψηλά
και τα σανίδια που πατάω,
που ετοιμάζονται να δεχτούν
το σε λίγο λιπόθυμο «είναι» μου, καθώς βγαίνει με ορμή ο άνεμος από τις χιλιάδες τρυπίτσες
μέσα μου
και χτυπάει αλύπητα
τις χορδές της κιθάρας
του λαιμού και της λαχτάρας
για να χτυπιέται
από τοίχο σε τοίχο
και να επιστρέφει πάλι
μέσα μου
από τα τύμπανα τα δεξιά
κι αριστερά
του μυαλού μου.

Βγαίνω στους δρόμους
με το άρωμά σου
πάνω στο δικό μου.
Τα γαβγίσματα
και τα άγρια βλέμματα
δεν με τρομάζουν
γιατί της ζήλιας την ηχώ
μπορώ να σπάω…
Γιατί δεν ξέρουνε την γεύση σου, δεν άγγιξαν την φορεσιά σου
κι’ ούτε σε φόρεσαν,
ούτε θα σε φορέσουν.

Κι’ ούτε από ‘δω είσαι καν.
Έτσι κανείς δεν σ’ έχει δοκιμάσει, δεν έχουν πιει απ’ τα χέρια σου τον οίνο,
γιατί ούτε και μπορούν
να τον βαστήξουν.
Δεν έχει έρθει η ώρα τους
να σηκώσουν κάτι τόσο ελαφρύ
και να συνθλιβούνε
κάτω από τον αιθέρα
των θέλω σου…
Δεν ήρθε ‘κείνη η ώρα
και κάπου στάθηκε να περιμένει
να φτάσει η φωνή μου πρώτη
ως εκεί
για να πιαστεί απ’ την φήμη σου
να την σύρει ως εδώ…
Να κάτσει στα πόδια μου
να της διηγηθώ για μένα… εσένα…




ΙV
Ας φεύγουν οι ώρες τόσο γρήγορα,
είναι νωρίς ακόμη.
Τι ακούγεται;
Έξω γυρίζουνε θεριά
και αγρίμια και
καρδιές ξεριζωμένες…
Στήσε το αυτί σου…
Ψάχνουνε το αίμα σου,
λες κι’ αυτοί
σου το ‘χουνε δοσμένο.
Λες και γι’ αυτούς το κουβαλάς ΄ για να το βρουν…
Άκου τους ήχους
που τσιρίζουν τα ακόνια
πάνω στις κόψεις
που τις μύτες κάνουν μυτερές
και σβήνει ο ήχος στις λαβές
που δεν είναι άλλες
απ τα χέρια
που λαβώνουν…
Άκου τα άτσαλα ποδοβολητά
που ταράζουν
τις μικρές λίμνες της βροχής
που βλέπαμε νωρίτερα από ‘κει
τα’ αστέρια…
Κρακ κρακ… κρακ κρακ…
Δεν μοιάζουνε σ’ εμένα όλα αυτά; Άκου ξανά…
Δεν είναι έτσι η αγάπη μου
για σένα;
Μα δεν τ’ ακούς;
Δεν βλέπεις
δεν ακούς
δεν με πιστεύεις;
Μην φύγεις τώρα…
πριν φορέσει η Νύχτα
την Ημέρα
κι’ απλώσει
στο νυφιάτικό σου σώμα φως…
μην κάνεις σαν να μη μιλώ…
μην κάνεις…

Όχι μακριά
απ’ της Αγίας Ειρήνης τον
κρατήρα,
ούτε κοντύτερα
απ’ της Πομπήιας την σιωπή,
θα βγει ένας ήλιος
που θ ακούς τις ακτίνες του
να τσουγκρίζουν μεταξύ τους. Πριν φτάσουνε στα μάτια σου
θα ειδοποιούνε
πρώτα τα αυτιά σου.
Σε λάβες πύρινες
μ’ αγάπη θα προσφέρεις,
πέτρινα σώματα
που ψήνουνε ψωμί,
που κουβαλάνε ξύλα,
για να ζεστάνουν
τις κρύες νύχτες,
τα κρύα κορμάκια
των κρύων παιδιών
των κρύων βράχων.
Εκεί κι’ εμείς
πέτρες απλές
μορφές-μορφές,
μαύροι και γυαλισμένοι
απ’ την άμμο,
μέχρι η αξίνα των θεριών
να βρει δικό μου κομμάτι,
κομμάτια να τινάξει σπασμένα
τα γεμάτα αγάπη δική σου
μέλη μου
και αν με ακούς ακόμα,
μ’ αυτά θα σε σκεπάσω,
να στρίβουν οι ρίζες πάνω μου
για να μπερδεύονται
οι αλεπότρυπες
να μην σε βρούνε.
Κι’ αν πάλι κάνει λίμνες η βροχή, κάτω απ’ την λάσπη πάλι εγώ καμπαναριού σκεπή θα γίνω, στήλη σου,
αλλά εσύ θ’ ακούς,
εγώ όχι,
εσύ όμως θ’ ακούς.
Ως το «Χριστός Ανέστη»…
Δεν θα κουνήσω ρούπι!
Οργιά!
Εκατοστό!
Σπασμένο ταμπούρλο δεξιά
κι’ αριστερά μου
ένα επιθετικό σμήνος μέλισσες φτιάχνει φωλιά,
για να ακούς μονάχα εσύ ΄
κι’ αυτό μου φτάνει.
Έτσι για πάντα ας μείνω
δίπλα στο αγριολούλουδο
που βγαίνει μετά το ανεμοβρόχι, με της γλυκιάς καρδιάς σου
την επίγευση
στον ουρανίσκο μου.


Αν μαζευτούν κι’ όλοι οι πλανήτες και έρθουν ο ένας
δίπλα στον άλλον
κι’ ακουμπήσουνε την γη,
θα σε σηκώσω
να τους περπατήσουμε μαζί
σαν να ανεβαίνουμε σε βουνά
και πάλι να τα κατεβαίνουμε
και θα πάμε
στον πιο μακρινό απ’ όλους τους…
και δώσε μου την προσοχή σου… θα ‘ναι φτιαγμένος με κάτι άλλο. Όχι από χώματα και πέτρες,
αλλά από ευχές
και πόθους
και φωνούλες τραγουδιστές.
Να βρούμε τόπο ανέγγιχτο
να σημαδέψεις πρώτα εσύ
στα ίχνη σου.
Να δώσεις τα ονόματα
στις θάλασσες και στα νησιά,
ν’ ανοίξεις δρόμους,
να βρεις τις πιο όμορφες σπηλιές
να ψάχνουμε
τις πιο κρυφές ευχές μας.
Άνοιξε τα αυτιά σου και πες μου. Δεν είναι τα δάκρυά μου
τα νερά που σου μιλήσανε;
Κι’ αυτή η φωνή που σου έρχεται,
δεν είναι όμοια με την δική μου;
Δεν είμαι εγώ;
Δεν σ’ αγαπώ;
Άκου καλά…
είναι για σένα…


V
Πριν γίνει το έλεγα,
μα τώρα δεν θα πάψω.

Από τότε που άπλωνα
στα άδολα βυζιά να πάρω
την προ-Ομηρική τους γλυκάδα
στο άσπρο γάλα,
μέχρι και τώρα,
που είμαι λες και τριγυρίζω
με τους άτακτους στα βουνά,
αξύριστος και άπλυτος
και με τις σφαίρες έτοιμες
μέσα στα στόματα των καλαμιών,
σαν ζουλιγμένο αγρίμι
κάτω από την καρόροδα
και μέσα από τις πίσσες με κοιτάς.


Και τότε
που είδα το είδωλό σου στο νερό,
να στέκεσαι να με παρατηρείς
μέσα από την θολή του αλμύρα
σαν να με παροτρύνεις κι’ εσύ
να βουτήξω
μέσα στα ξέσκεπα μαλλιά σου,
ήξερα πως σ’ αγαπάω,
όχι σαν έννοια
ούτε σαν υπόσταση
αλλά ως ότι μέλλω
να είμαι μαζί σου
ως τ άπειρο του νου
το βάθος.
Δεν σ’ είχαν ακουστά
στ’ ανάκτορα του Μίνωα
ούτε πήρα απόκριση
στα χείλη του λαβύρινθου…
εκεί υπέθεσα
ότι Θεός σε έστειλε…
Τούβλα επάνω στα τούβλα
δεν μου απάντησαν,
πεύκα δίπλα σε πεύκα
δεν με προστάτεψαν,
ρούχα πάνω από ρούχα
δεν έπεισαν να με ντύσουν.
Ούτε πάνω
απ’ της Φραγκογιαννούς το μνήμα
πήρα απάντηση,
ούτε απ’ τον βράχο
που σμίξανε
για να ελευθερώσουν
την ψυχή της
από το αγκάθινο
μονοπάτι του βίου της…
ούτε τα βότανα που γλύτωσαν, ούτε αυτά που έκοψε
ευκαίρησαν να με κοιτάξουν.

Έτσι
δεν βρέθηκε μαρτύριο
να λέει
πως σε ξανάδαν γύρω εδώ.

Κανένας
προτού έρθεις
σε ‘μένα.

Ίσως μονάχα εμένα κοίταξες
και χαμογέλασες
κι’ ίσως
αν δεν μου έστελνες
ματιές σαν περιστέρια,
ε ίσως τότε να γλιστρούσες
κι’ απ’ τις τρύπες
και της δικιάς μου ό ρ α σ η ς .

Και αν η μουσική
που με πήρε μακριά
δεν ήταν η φωνή σου,
η φωνή που μου μιλούσες,
να μην έπινα από τον οίνο προτού μπει στον κρατήρα
να γίνει η κράση με νερό
κρασί,
κι’ άκρατο σ’ ήπια...
δίπλα από τις ξερολιθιές,
στα πράσινα της γης στρωσίδια,
αρχαία οράματα να αναβλύζεις,
σκούριους χρησμούς
ν’ ανασκαλεύεις…

VI
Τι ‘ναι που δεν σου ‘χω πει ακόμα;
Τι πιο ωραίο να κρατάω για τέλος;
Τι είναι αυτό που κάνει τον λόγο
να χάνεται μόλις τον εκβάλω
μα αιώνιος φαντάζει
αν σε σκέφτομαι;
Πώς ξεψυχάει σαν ακουστεί;
Τι είναι αυτό το βουνό
που στην κορυφή στεκόμασταν,
τι ήταν τα άλλα τα βουνά; Κύματα;
Γιατί αλλιώς πως εξηγείται
δίχως τόπο ν’ αλλάξουμε,
μια στην κορφή να είμαστε
και μια στην πεδιάδα
και ολόγυρα βουνά
οι μέχρι τώρα δα πεδιάδες;
Και μια κοιτούσες μακριά
μέχρι την άκρια που άκρη δεν έχει
και μια στις ρίζες των βουνών
και στων λιμνών τους πυθμένες…

με την αθωότητα του χρόνου
που αθώα μεσολαβεί,
τώρα υπάρχει
και αύριο δεν υπάρχει
και λόγο δεν δίνει κανενός
αλλά μένουμε μόνοι εμείς
λόγο να δώσουμε
μα λόγο δεν βρίσκουμε
για ξένα αλισβερίσια…


Κι’ εσύ,
χέρια κομμένα Αφροδίτης εσύ,
η μύτη εσύ της Σφίγγας,
που οσμή δεν δίνει πια
στο πέτρινο έργο
σμιλών και καλεμιών
που κι’ αυτά αθώα,
αλλά εσύ περισσότερο…
Μου αρκεί ότι σε έχω δει έτσι
και θα ήμουν ικανοποιημένος
και πιο λίγα να έβλεπα
και τυφλός
κι’ απ’ το ‘να αφτί να σ’ άκουγα…
Και το αυλάκι
που άφησε το πέρασμά σου,
αυτό το χάσμα
που αυλάκι εγώ το λέω,
που και μόνο αυτό
μου αρκεί για να σε θυμάμαι…
που στο αποτύπωμα
του ίχνους σου
θα μου έφτανε μόνο ν’ αγγίζω…
γεμίζει βροχής νερό
λουλουδιών αρώματα
και φωνές δελφινιών
και σκορπάν την ευωδιά σου περβόλια
και τα χρώματά σου
γιούλια
και γιασεμιά
κι’ αμάραντα,
κι’ αμβλύνουν τριβόλια
κι’ ασπάλαθοι,
κι’ αφήνουν τα δόντια τους
τα φίδια
μαζί με το πουκάμισό τους
για να ντυθούν ξανά
τα πόδια τους,
να γίνει έτσι Παράδεισος
χάρη σ’ εσένα.
Κι’ ας είμαι εγώ
ο τόπος που γεννήθηκες,
έτσι νιογέννητο μωρό
σαν να βγήκες
από ένα πορτοκάλι,
με τις δάφνες να παίρνουν
απ’ τα μαλλιά σου τα αρώματα
και τις μέλισσες
το μέλι απ’ τα χαμόγελά σου.
Και νικημένος νικητής
ταπεινά δίπλα σου,
χάμω ριγμένος,
να δέχομαι
τις φροντίδες σου
και τις δεκτικές σου θέλξεις επάνω
στα στρογγυλά σου βότσαλα
που σου έδωσε
ο πάτος της Αβύσσου
δώρο στα σώματα τα ζεστά
που θα μας ντύνουν…







VII
Στα δροσερά αλμυρά νερά
να στέκεσαι
νησάκι κατοικήσιμο
άσπρα σπιτάκια
και κεραμίδια κόκκινα,
παιδιά να παίζουν
στους ανήφορους ανάμεσα
στα σφηνωμένα στην γη σου καστρόχτιστα ντουβάρια
που γράφουν όνομα νησιού
το όνομά σου…
Και πάνω στο κύμα
ένα σπίτι ξέχωρο
με πόρτες πάντα ανοιχτές, πλημμυρισμένο γεύσεων αρώματα λογής-λογής φαγιά
κρασιά και φρούτα και τυριά
και βούτυρα και θαλασσινά
και συ
με του ζεστού ψωμιού
την γλυκάδα
και θαλπωρή,
με ματιές δικιές σου
από ψυχής
στην ψυχή μου
που θα γεύεται το χόρτασμα
της πρόσφορής σου θέρμης.
Κι’ ένα δωμάτιο μεγάλο,
πλάι στην σάλα,
δίχως πόρτα,
με ένα κρεβάτι
πιο μεγάλο από το δώμα,
ήσυχο σκιερό πάντα δροσερό,
όλο παιχνίδια εδώ κι’ εκεί
και κούκλες και στολίδια
και χτένια και κλωστές
και υφαντά πολύχρωμα,
δίχως ντουλάπες με μυστικά,
όλα σε τάξη…
το ένα επάνω στο άλλο
ένα κουβάρι…
Και όλες σου οι φωνούλες
να γυρίζουν
και να στοιχειώνουν το κρεβάτι,
τους τοίχους και τα χρώματα
και να μην περνούν πιο έξω
από το πέρασμα
που πόρτα όρισες ανοιχτή…
εκεί να μένουν μάρτυρες
κι’ ακροατές
των ήχων
των λυγμών
των γέλιων σου…
Εκεί κι’ εγώ μονάχος.
Μόνος μαζί σου.

                                                                  Αχιλλέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου