Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Διήγημα


Ι


Μόλις είχε αρχίσει να αχνοφέγγει. Ο αγρότης σταμάτησε το κάρο του έξω από το ορφανοτροφείο. Κατέβηκε και πήρε από την καρότσα ένα μωρό που έκλαιγε τυλιγμένο σε μια βρόμικη κουβέρτα. Ήταν Δεκέμβριος του 1952. Στην Ελλάδα υπήρχε μεγάλη φτώχεια μετά την κατοχή και τον εμφύλιο.
     Ο αγρότης πλησίασε και χτύπησε την πόρτα του ορφανοτροφείου. Τους άνοιξε μια δασκάλα. Ξαφνιάστηκε από την τόσο πρωινή άφιξη του άντρα αλλά βλέποντας το μωρό τον πέρασε γρήγορα στη σάλα και τον ρώτησε τι θέλει.
-Θέλω να δω τη διευθύντρια, της είπε.
Η δασκάλα τους πέρασε στο γραφείο της διευθύντριας και τους είπε να περιμένουν. Σε δέκα λεπτά, η κυρία Πολυξένη Δίγκα ήταν μπροστά στον άγνωστο άντρα με το μωρό. Δε χρειάστηκε να πούνε πολλά. Η Πολυξένη Δίγκα ετοίμασε ένα έντυπο γράφοντας:
«Αβάφτιστο-Αγνώστου πατρός. Γεννηθείς την 5η Δεκεμβρίου 1952».
Ο αγρότης χωρίς να αναφέρει κάποια στοιχεία για τον εαυτό του άφησε το μωρό και έφυγε. Το βρέφος ήταν μόλις τριών ημερών.


     Οκτώ χρόνια περάσανε από εκείνη τη μέρα. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Στο χωριό Καλαμωτή, η οικογένεια του Γιώργου του Μακρή περίμενε το πρώτο της παιδί. Η γυναίκα του η Ελπινίκη έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. Αργήσανε να κάνουν παιδί αν και ήταν ήδη πέντε χρόνια παντρεμένοι. Έτσι το παιδί τους ήρθε σαν χριστουγεννιάτικο δώρο. Κρατώντας το στα χέρια της πέρασε από το μυαλό της μια εικόνα. Η γέννηση κάποιου άλλου παιδιού πριν από οκτώ χρόνια. Ήταν αγόρι αλλά δεν πρόλαβε να το κρατήσει στην αγκαλιά της όπως αυτό. Πέθανε. Έτσι της είπε η μάνα της. Ούτε να το δει δεν την άφησε. Γεννήθηκε πεθαμένο. Ούτε να την πούνε πού το θάψανε. Η μάνα της έλεγε ότι καλύτερα που γεννήθηκε πεθαμένο για τι ήταν παιδί της ντροπής. Έγινε εκτός γάμου και κάτι τέτοια στο χωριό τα κουτσομπολεύουνε.


ΙΙ
     Εκείνο τον καιρό η Ελπινίκη ήταν δεκαεπτά χρονών και αρκετά όμορφη κοπέλα. Στο χωριό της, το Παλαιοχώρι, με το που ξημέρωνε ο θεός τη μέρα του, η πρώτη δουλειά της ήταν αν ετοιμάσει πρωινό για τον πατέρα της και τον αδερφό της τον Παντελή για να φύγουνε για το χωράφι. Μόλις φεύγανε, έφευγε κι αυτή να πάει να φέρει νερό από το πηγάδι για τη λάτρα του σπιτιού. Έτσι κι εκείνο το καταραμένο πρωινό που να μην τον ξημέρωνε ο θεός. Ο πατέρας της και ο αδερφός της πήρανε το δρόμο για το χωράφι, η μάνα της άρχισε να συμμαζεύει το σπίτι κι η Ελπινίκη φόρτωσε το γαϊδούρι για να πάει στο πηγάδι.
     Το πηγάδι ήταν έξω από το χωριό και ήθελε κάπου μια ώρα με το γαϊδούρι για να φτάσει. Όταν τελικά έφτασε, ξεφόρτωσε τις στάμνες και πήγε να ρίξει τον κουβά στο πηγάδι. Όταν έπιασε το σχοινί για να ανεβάσει τον κουβά, ένιωσε ένα χέρι να την τραβάει δυνατά από τη μέση της και να τη ρίχνει κάτω. Στο πρόσωπο του ανθρώπου που την τράβηξε αναγνώρισε τον Λάμπρο το βοσκό. Πάλεψε να ξεφύγει. Τα χνώτα του μύριζαν τσίπουρο. Ήταν μεθυσμένος. Η Ελπινίκη έβαλε τις φωνές με την ελπίδα ότι κάποιος θα την ακούσει και θα τη βοηθήσει. Εκείνη την ώρα όμως οι περισσότεροι ήταν στα χωράφια τους και οι λίγοι που είχαν μείνει στο χωριό ήταν απασχολημένοι με άλλες δουλειές και δεν άκουσαν τίποτα. Ο Λάμπρος αφού τελείωσε το έργο του, την άφησε λιποθυμισμένη και γεμάτη αίματα κι έφυγε τρέχοντας προς το μέρος που είχε αφήσει το κοπάδι του.
     Καθώς η ώρα περνούσε, η μάνα της, η κυρά-Κατίνα, άρχισε να ανησυχεί και βγήκε έξω να την ψάξει. Στο δρόμο βρήκε τον μικρό της γειτόνισσας και τον έστειλε να ειδοποιήσει τον Παντελή να γυρίσει νωρίτερα από το χωράφι για να ψάξει κι αυτός. Η κυρά-Κατίνα πήρε το δρόμο προς το πηγάδι και φώναζε την κόρη της, αλλά απάντηση δεν έπαιρνε. Είχε αρχίσει να μεσημεριάζει για τα καλά όταν από μακριά είδε το γάιδαρο να επιστρέφει μόνος του. Η αγωνία της μεγάλωσε. Πλησίασε στο γαϊδούρι, το καβαλίκεψε και συνέχισε το δρόμο της προς το πηγάδι. Ο Παντελής στο μεταξύ επέστρεψε στο σπίτι και δε βρήκε κανέναν. Κάποιος από τη γειτονιά του είπε ότι είδε τη μάνα του να πηγαίνει προς το πηγάδι. Ακολούθησε κι αυτός τον ίδιο δρόμο.
     Η κυρά-Κατίνα φτάνοντας προς το πηγάδι είδε την κόρη της ξαπλωμένη στο έδαφος. Έτρεξε για να φτάσει δίπλα της. Το φόρεμα της Ελπινίκης ήταν ανασηκωμένο και τα πόδια της γεμάτα αίματα. Έβγαλε αμέσως νερό από το πηγάδι και προσπάθησε να τη συνεφέρει και να την καθαρίσει από τα αίματα. Σε λίγο έφτασε ιδρωμένος και αναστατωμένος ο Παντελής.
-Τι συνέβη Ελπινίκη, τι έπαθες;
-Άσε τις ερωτήσεις και βοήθα με να τη βάλουμε απάνω στο γαϊδούρι, είπε η κυρά-Κατίνα.
-Την πείραξε κανείς; ξαναρώτησε ο Παντελής.
-Όποιος σε ρωτάει στο χωριό θα λες ότι έπεσε και χτύπησε γιατί θα γίνουμε ρεντίκολο σε όλο το χωριό. Ούτε να την παντρέψουμε δε θα μπορούμε. Κατάλαβες;
-Κατάλαβα μάνα. Κατάλαβα.

     Εκείνη τη μέρα δεν την είδε γιατρός την Ελπινίκη γιατί η μάνα της προσπάθησε να τα κουκουλώσει. Όταν όμως άρχισε η κοιλιά της Ελπινίκης να φαίνεται, την κλειδώσανε μέσα μέχρι να γεννήσει. Δεν έπρεπε να δει τις ντροπές τους όλο το χωριό. Σαν έφτασε η ώρα της γέννας, η κυρά-Κατίνα συνεννοήθηκε με τη μαμή και είπαν στην Ελπινίκη πως γεννήθηκε νεκρό. Κι ας άκουσε η Ελπινίκη το κλάμα του παιδιού. Το φαντάστηκε της είπαν επειδή είχε την αγωνία της γέννας. Το πήρε η μαμή το μωρό μακριά από τη μάνα του, το μπανιάρισε, το τάισε και το τύλιξε σε μια κουβέρτα.
-Τουλάχιστον πείτε μου αν είναι αγόρι ή κορίτσι αφού δε με αφήνετε να το δω έστω και νεκρό.
-Αγόρι είναι κόρη μου, της ψιθύρισε η μάνα της. Κοιμήσου τώρα να ξεκουραστείς και μη νοιάζεσαι για τα υπόλοιπα. Θα τα φροντίσει η κυρά-μαμή.


ΙΙΙ
     Τρία χρόνια περάσανε από τη μέρα που η Ελπινίκη γέννησε αλλά στο χωριό δεν το έμαθε κανείς. Η μαμή, η μόνη που γνώριζε, έφερε προξενιά για την Ελπινίκη. Ήταν ένας νέος 25 χρονών από το διπλανό χωριό, την Καλαμωτή. Ο Γιώργης, έτσι τον λέγανε, είχε καφενείο στην πλατεία του χωριού κι όλοι μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν. Ο πατέρας του, λίγο πριν πεθάνει, άφησε το μαγαζί σ’ αυτόν. Είχε και κάτι κτηματάκια πέρα στ’ αλώνια. Τυχερή η γυναίκα που θα τον έπαιρνε.
-Ας γίνουν όλα με το καλό κυρά-Κατίνα, είπε η μαμή, και μη σε νοιάζει για τα υπόλοιπα. Θα σφάξουμε έναν κόκορα για την πρώτη νύχτα του γάμου κι ο γαμπρός δε θα καταλάβει τίποτα.
-Να ‘σαι καλά κυρά-μαμή κι αν φτάσουμε με το καλό στο γάμο θα ‘χεις κι εσύ το ρεγάλο σου.
     Τα κατάφεραν τελικά μάνα και κόρη κι όλα πήγαν μια χαρά την ημέρα του γάμου. Η Ελπινίκη κι ο Γιώργης μετά το γάμο έμειναν στο σπίτι του Γιώργη στην Καλαμωτή. Ήταν αγαπημένο ζευγάρι αλλά άργησαν να κάνουν παιδί και στα κουτσομπολιά των χωριανών ήταν πάντα πρώτο το όνομα της Ελπινίκης. Ήρθε όμως η μέρα που η Ελπινίκη έμεινε έγκυος και κλείσανε μια για πάντα τα στόματα στο χωριό. Ήταν Χριστούγεννα του 1959 όταν ήρθε στο σπίτι τους το ομορφότερο χριστουγεννιάτικο δώρο. Ένα κοριτσάκι που πήρε το όνομα της μάνας του Γιώργη, Αναστασία.

     Έβλεπε η Ελπινίκη τη μικρή να μεγαλώνει και την καμάρωνε. Υπήρχαν φορές που περνούσε από το μυαλό της κι εκείνο το αγόρι που έφυγε αβάφτιστο.
-Αν ζούσε τώρα θα ήταν γύρω στα δέκα, σκεφτότανε.
Πού να ήξερε ότι το αγόρι αυτό δεν είχε πεθάνει τότε στη γέννα, αλλά το έδωσε ο αδερφός της ο Παντελής στο ορφανοτροφείο. Μια δασκάλα εκεί ανέλαβε να το βαφτίσει δίνοντάς του το όνομα Παναγιώτης. Ο μικρός Παναγιώτης δε στάθηκε τυχερός να γνωρίσει την πραγματική του μητέρα όπως η αδερφή του. Γνώρισε όμως δύο θετούς γονείς που του πρόσφεραν μια άνετη ζωή και μόρφωση που δε θα έβρισκε αν τον άφηναν να ζήσει με τη μητέρα του στο χωριό. 

Μαρία Μυτερόζου

Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Μαλαμάτια ΙΙΙ


«Έχασες!», φώναξε ο άνεμος κοροϊδευτικά στο σύννεφο και γέλασε. Στο δρόμο ο τρελός με το ταμπούρλο τριγυρνούσε ακόμα. Ένα αστέρι τρεμούλιασε, ίσως και να του ‘κλεισε το μάτι. Η άμμος παραμόνευε ν’ ακούσει τον παφλασμό απ’ το κύμα κι η σελήνη προσπάθησε, για λίγες στιγμές μονάχα, να χρωματίσει το σκούρο μπλε τ’ ουρανού. Φαινόταν τόσο εύφλεκτη με το κόκκινο που ‘χε διαλέξει…

Άντρια

Νέα Κρηνη-Βενιζέλου...με λόγια

3,2,1, action
Κάνει μια ησυχία που μου προκαλεί ανησυχία.
Πλατεία Ελευθερίας, περιοχή Βενιζέλου, επικράτεια καταχνιάς. Όταν βρέχει η πόλη στεγνώνει. Ανεβαίνω.
Καθώς οι πόρτες κλείνουν εικόνες περνούν φευγαλέα στα τζάμια. Εσύ έξω, εκείνος παντού, γελά, περνά.
Δεν έχω πλέον επιλογή. Επιβαίνω. Καλώς. Να, κοίτα !
Το σκηνικό είναι έτοιμο και επιβλητικό.
Να, τώρα θα γίνουν τα κτίρια διαβάτες. Θα επιστρέφουν από τη δουλειά, μαζί με τις κολώνες και τις αλέες. Να, τώρα τα δέντρα θα περνούν απ’ τα παράθυρα βιαστικά.
Θα τρέχουν για πίσω χωρίς να λυγούν. Στητά.
Tώρα θα γίνουν τα αυτοκίνητα ακίνητα .
Και οι διαβάτες θα βηματίζουν προς τα πίσω.
Επιβαίνω & αναμένω με πείσμα εκπλήξεις.
Καιροφυλακτώ για ένα θέαμα. Χωρίς ελπίδα.
Γιατί μετά δε συμβαίνει τίποτα που να αξίζει  παράδες.
Σε αυτό το γκρι κουτί με τα λιανά καθίσματα, δεν δημιουργούνται γεγονότα. Μεταφέρονται προσδοκίες και υποβόσκουν εκβάσεις. Όχι λύσεις..Μονάχα ενδείξεις.
                  Λείπει η ανάσα της πόλης από εδώ μέσα.
Σήμερα. Όχι πάντα.

Δεν έπρεπε να μπω.
Ήταν μια προφανής επιλογή, το κάνω αυτό συνέχεια.
Παίρνω τις προφανείς αποφάσεις εννοώ.
Άλλη μια μέρα είναι, μονάχα άλλη μια μέρα. Οπότε ;
Αποφασίζω να συνεργαστώ.
Όλα πηγαίνουν προς τα πίσω, κατά μια έννοια επιβαίνοντας εδώ διαβάζω το μέλλον. Πίσω από την στροφή, μια εικόνα, στην επόμενη στάση, δυό επόμενοι άνθρωποι, μπορεί και τρείς. Και μετά κι άλλοι.
Και εμένα, οι συν επιβαίνοντες,  μου αρέσουν.
Μου αρέσει που μπαίνουν και βγαίνουν με σιγουριά.
Μου αρέσει ιδιαιτέρως η στιγμή πριν κατέβουν.
Τους κρυφοκοιτώ. Ξέρουν.. ότι ξέρω ότι ξέρουν.
Αν μιλούσαμε θα συμφωνούσαμε, ποιος ο λόγος ;
Να μιλήσεις, αν δεν υπάρχει διακύβευμα ;
Εκείνη με κοίταξε φευγαλέα. Ή όχι.
Αδυσώπητη σιωπή. Κανείς δε θέλει να μοιραστεί τίποτε με κανέναν. Οι φορμάϊκες και τα πλαστικά φθηνά.
Είμαστε σαν άγνωστοι σε στενό ασανσέρ, μόνο που πηγαίνει οριζόντια, δεν είναι παράξενο… έτσι ;
Όλοι κοιτάζουν δήθεν απορημένοι εκτός.
Απορριμμένα  εντός τα εκ βαθέων. Διεκπεραίωση.
 Ρηχή βιασύνη. Αντίστροφη μέτρηση για το επόμενο.
Κι εκείνη ; Είναι η δεύτερη φορά.. ναι, ναι !
Νομίζω πως με κοιτάζει καχύποπτα, αλλά πάλι όχι..
Θα είναι μάλλον το άγχος μη κατέβει σε λάθος στάση.
Ίσως να ήθελα να κοιτάζει εμένα, μονάχα.
Επιβαίνοντας, πάντα η στάση τους γίνεται αστεία.
Αδυσώπητα αμυντική, χωρίς προεξοχές,
υποστάσεις συρρικνωμένες στον ελάχιστο χώρο.
Και ένα γύρω σύρμα αγκαθωτό.
Ξανακοιτάζω έξω, για να μη κοιτάξω μέσα
Μέσα στο λεωφορείο, μέσα τους, μέσα μου, το ίδιο πονάει.
Κοιτάζω λοιπόν έξω, πάνω, κάτω , κάπου για να τελειώνω.
Κι αυτά τα χερούλια με τα μικρόβια έπρεπε να είναι πιο χαμηλά, δεν είμαστε κι όλοι ντιρέκια, όχι;
Με κρυφο-παρατηρούν… όχι μόνο εμένα, όλους.
Δειγματολόγιο ανθρώπων.. live & κυρίως δωρεάν.
Ύποπτοι παρεκκλίσεων, όλοι μας, όλοι… Λίγο πιο…
ομοφυλόφιλος, λίγο πιο χοντρός, λίγο πιο ξένος, λίγο πιο όμορφος, νέος, φτωχός, γέρος, σιωπηλός, μαύρος, καλοντυμένος, σκυθρωπός, ξετσίπωτος. Λίγο, αρκεί !
Κάθε ένας μπορεί να γίνει ύποπτος, αλλά πάντα ένας.
Μόλις βρεθεί ο πρώτος σταματά η αγωνία.
Μόνο ένας ανάρμοστος χωρά σε κάθε όχημα, το ξέρουν από το χωριό, από το σπίτι, από τη ζωή. Μόνο ένας δικαιολογείται να εξέχει, δημιουργός ειδήσεων και γεγονότων που τροφοδοτούν τη ζωή.
Και εδώ σήμερα, ο μόνος που εξέχει είναι ένα μικρό, λίγο χοντρό ομολογουμένως μωρό, που κοιμάται πάνω στη μήτρα της, το μόνο μέρος που είναι το λιμάνι.
Το μεταφέρουν, αλλά όχι μακριά της. ΟΚ !
Έχεις μεταφερθεί κάπου στον ύπνο σου ; Όχι ε ;
Να το δοκιμάσεις. Θέλω να πω, αν γίνεται !
Το κεφάλι μου αποζητά αποκούμπι. Βρωμερό τζάμι.
Έξω πλένει τα πάντα σε τιμές προσφοράς.
Μουσκεμένα πεζοδρόμια, είδωλα, κτίρια ανάποδα και μυρωδιά βρεγμένης γάτας. Δε τη μπορώ τη βροχή.
Βρέχει ασταμάτητα, με ήλιο, με σκοτάδι, βρέχει.
Οι άνθρωποι συγκλίνουν δήθεν από επιλογή.
Πόσοι χωρούν κάτω από μια στάση ;
Πόσοι χωρούν δίπλα δίπλα με την ίδια στάση ;
Υπάρχει ένας με ομπρέλα. Δείχνει βαρετά προνοητικός.
Ο ίδιος βαυκαλίζεται τη διαφορά του, ντύνεται με αυτήν.
 Πόσοι χωρούν που έχουν διαπράξει την ίδια απρονοησία ;
Να μην πάρουν ομπρέλα Νοέμβρη μήνα ;
Δε φαίνονται μετανιωμένοι, ενοχλημένοι ίσως. Ίσως.
Αυτοί που έχουν κάπου να πάνε έτσι κι αλλιώς είναι ένα κλικ μπροστά, από εκείνους που δεν έχουν.
Τι ;
Κάπου να πάνε.. λίγο είναι ;
Που και που κάποιος αναδύει βεβαιότητα. Κάθεται απλά, χυμένος στο χώρο και μπεγλερίζει την ξενοιασιά του στα μούτρα σου. Σε κοιτάζει μέχρι να αποτραβηχτείς. Είναι παιχνίδι για κατασταλαγμένους. Εγώ δε παίζω.
Θα παίξω, αλλά αργότερα. Μαζεύω δυνάμεις.
Είναι η στάση μου στα πράγματα για την ώρα.
Πάω να πέσω, κρατιέμαι και συνεχίζω. Πρέπει να κρατηθείς γιατί εδώ, αυτοί φρενάρουν απότομα.
Νέα Κρήνη… Τέρμα…Αυτή δεν είναι η στάση μου.
Το όχημα σταματά. Δεν κατεβαίνει κανείς…
Ίσως δεν είναι τόσο άσχημα εδώ.
Τα πράγματα βαίνουν καλώς για αυτούς που επιβαίνουν. Πιστεύουν ότι βρίσκονται στο σωστό λεωφορείο.
Και εν πάσει περιπτώσει, αυτοί είναι πάνω.
Όλα προχωρούν, αργά ή γρήγορα.
Καλύτερα να είσαι πάνω.
ο επιβαίνων νικά.
περικλής

Λεωφορείο

Ξύπνησα με τα πόδια ξεσκέπαστα. «Θ’ αρπάξω κάνα κρύωμα», σκέφτομαι φωναχτά.  Η μέρα φαίνεται να διαφωνεί και τα επιχειρήματά της είναι, οφείλω να ομολογήσω,  πειστικά. Με ξεγελά και δε φοράω το κασκόλ μου. Την ακούω που κρυφογελά με το πάθημά μου. Χαμογελάω κι εγώ, «δεν πειράζει» λέω «ας της κάνω το χατίρι».

Αποφασίζω να πάρω το λεωφορείο, να διασχίσω την Κυριακή πάνω σε ρόδες. «Η ομορφότερη μέρα της βδομάδας» θυμάμαι να μου λέει κάποιος. Μπαίνω σ’ ένα μισογεμάτο 5άρι και κάθομαι πίσω-πίσω, «μέχρι να φτάσει στη Βενιζέλου θα ‘χει γεμίσει» προβλέπω. Ευτυχώς κατεβαίνω νωρίτερα. Μπροστά μου ένας μάλλον κακόκεφος μπαμπάς με την κόρη του:
«Μπαμπά, τι σημαίνει ξεπούλημα;»
«Τα πουλάμε όλα.»
«Ναι όμως…»
«Μην ξεκινάς όλες σου τις προτάσεις με “ναι όμως” παιδί μου!»
«Γιατί;»
«Γιατί είναι ενοχλητικό.»
«Ναι όμως…»

Δεν ακούω πια. Ανοίγουν οι πόρτες και ο κρύος αέρας με χτυπάει στο πρόσωπο. Μια ταλαιπωρημένη κυρία ανεβαίνει μιλώντας στο κινητό της.
«Ποιος ξέρει; Ο γιατρός λέει μια βδομάδα, ίσως και περισσότερο…».
 Χτυπάει το εισιτήριό της και κάθεται απέναντί μου. Μόνο τότε θυμάμαι και το δικό μου. Σηκώνομαι, το χτυπάω αλλά δεν κάθομαι στη θέση μου. Έτσι κι αλλιώς, σε 3 στάσεις κατεβαίνω.

Πιο πέρα, μια παρέα κοριτσιών κοροϊδεύει τον κύριο με τα σκισμένα παπούτσια κρυφογελώντας και χαχανίζοντας. Ντρέπομαι και στρέφω το βλέμμα αλλού. Βλέπω την ταλαιπωρημένη κυρία, που τώρα κάθεται στη θέση μου, να σφίγγει και με τα δυο χέρια την τσάντα της καθώς ανοίγουν οι πόρτες ξανά και δίπλα της κάθεται ένας μαύρος με ακουστικά στ’ αυτιά. Γυρνώ το κεφάλι μπροστά· μια γιαγιά με κοιτάζει επίμονα. Της χαμογελώ αμήχανα. Δεν ανταποδίδει. Το εισιτήριο τσαλακώνεται στο χέρι μου, ίσως μπορέσω να το δώσω σε κάποιον άλλον μόλις κατέβω, ισχύει για ακόμα 45 λεπτά τουλάχιστον. Προτελευταία στάση. Τα υπάρχοντα πρόσωπα καλύπτονται από άλλα καινούρια που ορμούν να καταλάβουν τις τελευταίες άδειες θέσεις. Αρχίζω να δυσανασχετώ, τα χέρια μου ιδρώνουν. Κοιτάζω την αντανάκλασή μου στο τζάμι και μια χλωμή, εχθρική γκριμάτσα μου επιστρέφει το βλέμμα. Κοιτάω ένα γύρο κι αναγνωρίζω την ίδια φάτσα καρφωμένη σ’ όλα τα σώματα. Σώματα που πηγαινοέρχονται στο ρυθμό της μηχανής, τραντάζονται, ταλαντεύονται και ισορροπούν πάλι σαν ξυλιασμένες, άκαμπτες κι άχρηστες πια μαριονέτες  σωριασμένες σ’ ένα ξύλινο κουτί. «Θα πατήσετε λίγο το κουμπί;»· τα λόγια βγαίνουν ξέπνοα απ’ τα χείλη μου. Παίρνω ένα μουγκρητό σαν απάντηση. Σπρώχνω ό,τι βρω μπροστά μου. Πρέπει οπωσδήποτε να προλάβω τις ανοιχτές πόρτες. Απλώνω το χέρι με το στραπατσαρισμένο εισιτήριο σ’ αυτούς που περιμένουν να μπουν, κάποιος κάνει να το πάρει κι ύστερα μετανιώνει, τραβάει το χέρι μακριά.

Γεμίζω τα πνευμόνια μου με το κρύο της μέρας, κοφτερό και αποτελεσματικό. Τα πόδια μου με πάνε μέχρι το σπίτι της Ρένας και ο δείκτης μου χτυπάει το κουδούνι. «Εγώ» θυμώνω σχεδόν στο θυροτηλέφωνο.

«Καλώς την! Κάτσε, φτιάχνω καφέ κι έρχομαι. Πώς ήρθες; Σαν άρρωστη μοιάζεις.»
«Πήρα λεωφορείο.» μουρμουρίζω και κάθομαι στον καναπέ.
«Δε σ’ άκουσα!» φωνάζει απ’ την κουζίνα.
«Πήρα, λέω, φορείο».

Άντρια

Επόμενη στάση Λαογραφικό Μουσείο - Next stop Laografiko Moussio

  Τον Παύλο τον έβρισκα πάντα ήδη μέσα στο λεωφορείο.  Θυμάμαι τη φωνή του την πρώτη φορά που δήλωσε παρών στη ζωή μου και το άγγιγμά του στο μπράτσο μου.
 «Έχει αδειάσει μια θέση. Θέλετε να καθίσετε; Με λένε Παύλο. Εσάς;»
Κάθισα και μουρμούρισα ένα τυπικό «ευχαριστώ».
Από εκείνη την πρώτη φορά ο Παύλος είχε όρεξη για κουβέντα και κουτσομπολιό. Όχι τίποτα το ιδιαίτερο. Απλά μου μιλούσε λες και ένιωθε την ανάγκη να περιγράφει κάθε τι που έβλεπε, που άκουγε. Λες και ήταν δημοσιογράφος που κάλυπτε τη διαδρομή του λεωφορείου σαν αθλητικό γεγονός. Λες και ήμουν παπάς και ήθελε να μου εξομολογηθεί κάθε του σκέψη. Έγερνε και μου έλεγε πάντα αυτά που είχε να μου πει, γυρνώντας προς το μέρος μου και μιλώντας άλλοτε συνωμοτικά, άλλοτε χαρούμενα και άλλοτε τρυφερά. 
Επόμενη στάση Λαογραφικό Μουσείο. Next stop laografiko moussio.
«Τι παλιόκαιρος… ακόμα και για χειμώνα… Δεν ξέρω το όνομά σας, αλλά με θυμάστε; Είμαι ο Παύλος. Πριν ανεβείτε κοιτούσα το ακυρωτικό μηχάνημα. Νομίζω πως καθόταν πολύ ώρα άπραγο. Δεν ξέρω. Ίσως θα έπρεπε να του βρουν και καμιά άλλη χρησιμότητα από το να κάθετε άχρηστο, παντελώς βρώμικο και συνάμα πορτοκαλί και να χάσκει με την σχισμή του έτσι ανόητα. Θα μπορούσε να είναι ένα μηχάνημα που πουλάει καραμέλες και τσίχλες. Θα του ταίριαζε και το χρώμα.»
«Με λένε Κλειώ»
Ανδρική, παιδική αφέλεια σκεφτόμουν. Και πάλι όμως δεν δικαιολογείται. Δεν θα τον έκανα λιγότερο από 40 ετών. Ναι μεν αυθόρμητος αλλά όχι παιδί. Δεν ξέρω. Πολλές φορές το μυαλό κάνει ανόητες, τρελές, φευγάτες σκέψεις. Άλλοτε μπορεί να είναι όταν κοιμόμαστε και άλλες φορές γίνονται όταν είμαστε ξύπνιοι. Δεν μπορώ να μην παραδεχτώ πως οι ώρες των διαδρομών με το λεωφορείο είναι πολλές και αδυσώπητα βαρετές. Τόσο που το μυαλό θέλει να παίξει και να ξεφύγει.
Επόμενη στάση Λαογραφικό Μουσείο. Next stop laografiko moussio.
«Μύρισε Άνοιξη! ε Κλειώ; Περίμενα στη στάση σήμερα και χάζευα τις καινούργιες ταμπέλες που ενημερώνουν πότε φτάνει στη στάση κάθε λεωφορείο. Σαν αντίστροφη μέτρηση αποτυχημένου μάγου… Σε 3, 2, 1, 1, 1, 1… ένα λεπτό διάρκειας 3 – 4 λεπτών μεσολάβησε για να εμφανισθεί το λεωφορείο. Άργησε τόσο και  στη δική σας στάση; Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να ενημερωνόμαστε για το πότε έρχεται το λεωφορείο. Λες κι έχω άλλη εναλλακτική. Λες και υπάρχει τέτοια ακρίβεια στο χρόνο που θα πρέπει να με ενημερώνουν κιόλα. Μόνο για να το χρησιμοποιείς ως δικαιολογία λέω εγώ πως είναι.»  
Ένιωθα η εξομολόγος των ανούσιων, ανόητων και τρελών σκέψεών του κι αυτό με γοήτευε… Σκέφτομαι μήπως είμαι απλά μια 24χρονη που νομίζει ότι ένας άγνωστος την ερωτεύεται στο λεωφορείο.
«Ο χρόνος είναι σχετικός Παύλε. Κι αν πάρω το λεωφορείο στην ώρα μου δεν είναι σίγουρο ότι θα είμαι στην ώρα μου.»
Επόμενη στάση Λαογραφικό Μουσείο. Next stop laografiko moussio.
«Τόση ώρα κοιτάζω τις χειρολαβές. Δεν ξέρω αν τις έχετε παρατηρήσει… Σαν κίτρινες κρεμάλες λικνίζονται στον αέρα. Περιμένουν τον επόμενο που θα βάλει το χέρι του για να κρεμαστεί. Θλιβερό δεν είναι; Και μέσα στη μέση από τις κρεμάλες, ένα γκρίζο ακορντεόν. Ανατριχίλα ε; Μην μου πείτε ότι δεν σας θυμίζει ακορντεόν η άρθρωση του λεωφορείου. Αναρωτιέμαι το εξής… Άραγε αν ήταν δυνατόν να παίζει μουσική, τι μουσική θα παίξει το 5 ή το 12 ή το 31? Ελπίζω να μην σας τρομάζω…»
Η αλήθεια είναι ότι είχα πάρει μια τρομάρα εκείνο το απόγευμα. Ανατριχιάζω κάθε φορά που πιάνω χειρολαβή και έρχεται στο μυαλό μου η εικόνα που μου δημιούργησε ο Παύλος.
«Νομίζω πως έχω ακούσει το 5άρι να παίζει τέσσερεις εποχές του Βέρντι. Δεν είναι συγκλονιστικό; Εσύ Παύλο δεν έχεις ακούσει ποτέ;»
 Επόμενη στάση Λαογραφικό Μουσείο. Next stop laografiko moussio.
«Θα το σπάσει το κομπολόι. Είναι πριν από τη στάση που ανέβηκα. Αν το ρολόι μετράει ώρες, τότε το κομπολόι μετράει κόμπους. Σωστά; Βλέπω συμφωνείς Κλειώ. Αν λοιπόν μετράει κόμπους και πόνους και αναστεναγμούς, σκέφτομαι μήπως πρέπει να βρει έναν καλό ψυχολόγο ο κύριος. Εμένα ο δικός μου με έπεισε να πάρω να διαβάζω κάτι στο λεωφορείο κι ας το ξεφυλλίζω μόνο. Μου πρότεινε να μιλώ με τους συνεπιβάτες. Συνήθως εγώ είμαι πιο ομιλητικός. Εχτές ήταν απέναντί μου ένας νεαρός. Τόσο νέος και τόσο κουρασμένος. Λες και γεννήθηκε κουρασμένος. Από την άλλη δεν ξέρεις… Εσύ Κλειώ έχεις ψυχολόγο;»
«Διαβάζω βιβλία ψυχολογίας. Είμαι οπαδός του Do It Yourself
 Επόμενη στάση Λαογραφικό Μουσείο. Next stop laografiko moussio.
«Νομίζω πως έχω εντοπίσει τον Παλαιοκώστα…» το ψιθύρισμα στο αυτί μου με αναστάτωσε. Όχι η πληροφορία αλλά η ανάσα τους τόσο κοντά στο αυτί μου.
«Τι σε κάνει Παύλο να πιστεύεις κάτι τέτοιο.»
«Είδα την ασημί μερσέντες μπενζ Κλειώ. Και είδα και τον οδηγό. Ήταν έξω από το Μακεδονία Παλλάς. Τον είχα δει και μερικά βράδια νωρίτερα στην Αριστοτέλους ολόιδιος ο βοηθός του νομίζω. Περίμενε λεωφορείο. Για ξεκάρφωμα μένει στο κέντρο. Υπάρχει άλλη εξήγηση βρε Κλειώ; »
«Ναι. Ίσως να είναι ο παρκαδόρος του Μακεδονία Παλλάς. Νομίζω.»
 Επόμενη στάση Λαογραφικό Μουσείο. Next stop laografiko moussio.
«Κλειώ έχω την εντύπωση πως είμαι ερωτευμένος.»
Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει. Ίσως να κοκκίνισα…
«Είναι μια κυρία από την άλλη μεριά του διαδρόμου. Μου αρέσουν οι μελαχρινές. Με κοιτάζει κι αυτή. Πρώτη φορά τη βλέπω. Λες να της μιλήσω; Είναι πολλές οι φορές που νομίζω πως ερωτεύομαι μέσα στο λεωφορείο. Αυτή όμως μου φαίνεται αληθινή.»
Όχι να μην της μιλήσεις. Μιλάς σε μένα. Μόνο εσύ μου μιλάς. Είμαι εγώ ερωτευμένη μαζί σου.
Επόμενη στάση Λαογραφικό Μουσείο. Next stop laografiko moussio.
«Κλειώ, τα παράθυρα κινδύνου νομίζω δημιουργούν αρνητικότητα. Το όνομα εννοώ. Δεν είναι τα παράθυρα του κινδύνου. Έτσι δεν είναι; Παράθυρα σωτηρίας. Παράθυρα διαφυγής. Παράθυρα… κάτι τέλος πάντων. Κάτι όμως θετικό. Κυρία, να σας ρωτήσω; Η τσάντα σας μήπως έχει και μπύρες; Κρίμα… Η Killkenny είναι εξαιρετική μπύρα. Κλειώ την επόμενη φορά κερνάω μπυρίτσα στα αναψυκτήρια. Είσαι;»
«Δεν υπόσχομαι.» Χαμογέλασα. Μου κάνει καλό τελικά η παρουσία του. 
Επόμενη στάση Λαογραφικό Μουσείο. Next stop laografiko moussio.
………..
Επόμενη στάση Λαογραφικό Μουσείο. Next stop laografiko moussio.
…………..
Επόμενη στάση Λαογραφικό Μουσείο. Next stop laografiko moussio.
«Το εισιτήριό σας παρακαλώ δεσποινίς.»
Δεν ήταν ο Παύλος. Είναι μέρες τώρα που δεν τον άκουσα.
«Το πάσο σας παρακαλώ.»
«Η σχολή τυφλών δεν το έχει ανανεώσει ακόμα. Είναι το παλιό.»
«Το ξέρω δεσποινίς μου. Μην ανησυχείτε. Ορίστε το εισιτήριο σας»
«Ευχαριστώ»
«Τα εισιτήριά σας παρακαλώ.»
Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε ο Παύλος. Πέρασαν δυο χρόνια από την τελευταία φορά που κάναμε μαζί τη διαδρομή Σχολή Τυφλών  – Νέα Κρήνη μαζί. Οι μπύρες που υποσχέθηκε δεν ήρθαν. Το δώρο του Παύλου θα μείνει ανεξίτηλο. Τόσα χρόνια αυτή η διαδρομή ήταν μαύρη. Σκοτεινή. Ο Παύλος μου χάρισε μερικές εικόνες να με συντροφεύουν πια στη διαδρομή του 5. Γκρίζες πια γιατί η ανάμνηση των χρωμάτων έχει χαθεί νωρίς από το μυαλό μου. Είμαι η Κλειώ και θα συνεχίσω να κάνω τη διαδρομή Σχολή Τυφλών - Κρήνη κοιτάζοντας μέσα από τα παράθυρα σωτηρίας κι ας μην μπορώ να δω τίποτα. Θα θυμάμαι πάντα την φωνή του. Ελπίζω να είναι καλά εκεί που είναι.

Πάνος Κεχαγιόγλου